Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
[Αγαπητοί αναγνώστες, με την ανατολή της νέας χρονιάς θερμές ευχές για καλή υγεία και ειρηνική ζωή. Με το νέο χρόνο σκέφτηκα να δίνω τον λόγο και σε νέους ιστορικούς που έχουν πολλά να μας προσφέρουν. Αρχίζω με τη συνάδελφο Άννα Ανδρέου, με καταγωγή από το χωριό Αγία Μαρίνα, που καθώς οι καλικάντζαροι μας ενοχλούν ακόμα, μας γράφει για τα ξαδέλφιά τους, τις ανεραγίδες και τα καμώματά τους. Ας χαρούμε λοιπόν τις αναμνήσεις της Άννας. Ίσως είναι και δικές μας…άλλωστε ένα από τα καλύτερα φετεινά βιβλία, αυτό της Αταλάντης Ευριπίδου, Εκείνοι που δεν έφυγαν, εκδ. Πόλις, και με τα πλάσματα αυτά ασχολείται]
Όταν ήμουν μικρή άκουγα τον παππού μου να διηγείται μια ιστορία με νεράιδες ή ανεραγίδες, όπως τις αποκαλούμε στη λεσβιακή διάλεκτο. Τον έβλεπα, με έκπληξη, να τη διηγείται και ήταν σαν να την ξαναζούσε. Διηγούνταν πολλές ιστορίες ο παππούς, μα, όπως συχνά συμβαίνει, ο ακροατής δεν προσέχει τις λεπτομέρειες. Και όταν, ύστερα από χρόνια, επιχειρεί να τις φέρει στο νου συνειδητοποιεί ότι κάποιες ξεχάστηκαν αφού δεν σκέφτηκε να τις καταγράψει.
Την ιστορία αυτήν την αφηγούνταν ο παππούς στα παιδιά του, στα εγγόνια του ή σε όποιον είχε την περιέργεια να ακούσει παλιές ιστορίες, ανάμεσά τους κι εγώ που ήθελα να την ακούω ζητώντας από τη μητέρα μου ξανά και ξανά να τη διηγηθεί.
Στα παλιά τα χρόνια, στις αρχές του 20ου αιώνα, τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά και οι περισσότεροι άνθρωποι μετακινούνταν είτε πεζή είτε με τους αραμπάδες, για τις μακρινές αποστάσεις. Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να σηκωθεί κανείς αχάραγα για να πάει στη δουλειά του. Άλλωστε, οι «ουρανοί ήταν ακόμα χαμηλοί», όπως χαρακτηριστικά λέγεται, και κανείς δεν φοβούνταν να κυκλοφορεί μονάχος στις ερημιές ακόμα και τις νύχτες. Γιατί ερημιές ήταν οι περιοχές όπου σήμερα δεσπόζουν οι βίλες και περιδιάβαιναν πολλοί τις νύχτες.
Μια τέτοια νύχτα, μεσάνυχτα με πανσέληνο, έτυχε ο παππούς μου να κατεβαίνει από το χωριό της Αγίας Μαρίνας για να επιστρέψει στο σπίτι του, βαστώντας στην αγκαλιά του ψωμιά. Εκεί στο Νιο Περβόλ’ που άλλοτε είχε αλώνι, συνάντησε νεράιδες να χορεύουν. Ήταν όμορφες, ψηλές, με μακριά ξανθά μαλλιά και λευκά φορέματα. Όταν εκείνες τον είδαν τον περιτριγύρισαν και άρχισαν να τον τραβάνε από εδώ κι από εκεί. Ήθελαν, καθώς μας έλεγε, να του πάρουν το ψωμί, αλλά όσο πιο πολύ το τραβούσαν τόσο εκείνος, αμίλητος, το έσφιγγε στην αγκαλιά του και έτσι κατάφερε να ξεφύγει και να συνεχίσει τον δρόμο του.
Μια παρόμοια ιστορία έτυχε να ακούσω, με πρωταγωνιστή όμως ένα μικρό παιδί. Κι εκείνο έτυχε να πεζοπορεί νύχτα με πανσέληνο και με ψωμιά στα χέρια. Και σαν πέρασε από την τοποθεσία Πετρέλ τ’ Αλών, κοντά στην Αγία Μαρίνα, αντίκρυσε ένα παρόμοιο θέαμα. Το αγόρι όμως δεν μπόρεσε να προφυλάξει το ψωμί που κρατούσε και του πήραν οι νεράιδες. Και μαζί μ’ αυτό και τη φωνή του.
Ο Ίων Δραγούμης, τον καιρό της εξορίας του στη Σκόπελο, κατέγραφε στο Ημερολόγιό του παρόμοιες ιστορίες που άκουγε να του αφηγούνται οι ντόπιοι: «Νεράιδες χορεύουν τη νύχτα και στα αλώνια.» Είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται. Οι εμφανίσεις γίνονται σε ανθρώπους που κυκλοφορούν νύχτα στους αγρούς, εκεί όπου υπάρχουν νερά και αλώνια και συχνά, αν όχι πάντα, κρατούν ψωμιά στα χέρια τους. Το τελευταίο μας φέρνει στο νου την ελληνική αντίληψη για το ψωμί που συμβολίζει τον Χριστό. Ας φέρουμε στο νου μας τα κάλαντα που ακούσαμε πρόσφατα στις διαφορετικές μάλιστα εκδοχές του κάθε τόπου.
Τα αλώνια στέκουν έρημα, τα νερά στέρεψαν και οι ιστορίες λησμονήθηκαν. Άσχετα εάν επρόκειτο για συμβάντα αλλόκοτα ή αποκυήματα της φαντασίας -σήμερα θα χαρακτηρίζαμε τον παππού αλαφροΐσκιωτο- οι ιστορίες αυτές και οι άνθρωποι που τις «έζησαν», τις διηγήθηκαν και τις διέσωσαν αποτελούν μέρος μιας ζωντανής λαϊκής παράδοσης. Δεν είναι στόχος εδώ να αναλύσω τη σημασία της παράδοσης αυτής για τον πολιτισμό μας. Άλλοι πιο αρμόδιοι μπορούν να το κάνουν με μεγαλύτερη επιτυχία. Στόχος μου η καταγραφή και η διάσωση στιγμών μιας παράδοσης που σιγά σιγά ξεφτίζει και αντικαθίσταται από νέα ήθη και έθιμα, σημάδια των καιρών…
[Αυτά τα ωραία από την Άννα Ανδρέου και υπεύθυνος για τις μικρές παρεμβάσεις όπως απαιτούν οι ανάγκες της εφημερίδας ο υπογράφων την επιφυλλίδα Π. Δ. Μιχαηλάρης]