Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η περίπτωση του Κωνστ. Θεολ. Παλαιολόγου
Όσοι αναγνώστες παρακολουθούν τη στήλη αυτή ασφαλώς γνωρίζουν ότι τα ενδιαφέροντά μου δεν έχουν σχέση με τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν με απασχολούν τα γεγονότα της περιόδου αυτής. Ωστόσο στην επιφυλλίδα αυτή, μιας και πλησιάζει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940 και το έπος που ακολουθεί θέλησα να κάνω μια εξαίρεση και να σταθώ στην περίπτωση του δεκανέα Κωνστ. Θεολ. Παλαιολόγου από τη Νάπη της Λέσβου, για τον οποίο ασχολήθηκα λίγο παραπάνω, επειδή τον αισθάνομαι ως μέλος της οικογένειάς μας (θείος της συζύγου μου Όλγας).
Ο φιλοπερίεργος λοιπόν επισκέπτης που θα θελήσει να επισκεφτεί το ηρώο της Νάπης θα διαβάσει πρώτο, ανάμεσα σε άλλα πέντε ονόματα, το όνομα του δεκανέα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου για τον οποίο σήμερα ο λόγος.
Ο Κωνσταντίνος Θεολ. Παλαιολόγου λοιπόν, γεννήθηκε το 1913 καιυπήρξε ένας από τους τρεις γιους του Θεολόγου Παλαιολόγου. Μετά από την αποφοίτησή του από το Δημοτικό Σχολείο της Νάπης, πήγε στον Μανταμάδο και παρακολούθησε μαθήματα στο Σχολαρχείο του χωριού. Ίσως για τον λόγο αυτό, επειδή δηλαδή ήξερε γράμματα, έφερε τον βαθμό του δεκανέα, όταν κατατάχτηκε στον στρατό, και οι πληροφορίες που ξέραμε στην οικογένεια ήταν ότι σκοτώθηκε στο αλβανικό μέτωπο. Μάλιστα, θυμάμαι ότι άλλος αδελφός του, ο πεθερός μου Γεώργιος, ανέφερε το γεγονός αυτό -όπως ήταν φυσικό-πάντα με μεγάλη συγκίνηση και θυμόταν την είδηση του θανάτου (του μεγάλου, όπως τον έλεγε), που του ανακοινώθηκε, όταν και ο ίδιος πολεμούσε στον ίδιο πόλεμο!
Τώρα τελευταία, εντόπισα, ότι ο Κωνσταντίνος Θ. Παλαιολόγος στρατεύθηκε για δεύτερη φορά στις αρχές του 1940, δηλαδή αρκετούς μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου, καθώς ο Ι. Μεταξάς είχε κάνει προεπιστράτευση μονάδων) και ανήκε στη δύναμη του 65ου Συντάγματος Πεζικού. Το Σύνταγμα αυτό, αργότερα αποτέλεσε τον κορμό του Αποσπάσματος Μπεργέτη της Χης Μεραρχίας πεζικού, που ανήκε στις στρατιωτικές μονάδες, που από τα μέσα Νοεμβρίου 1940 εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση εναντίον των ιταλικών δυνάμεων και συνετέλεσαν στην υποχώρησή τους στο αλβανικό έδαφος. Μάλιστα τμήματα του Αποσπάσματος αυτού απελευθέρωσαν την Κορυτσά. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι ο Ναπαίος Κωνσταντίνος Παλαιολόγου έφθασε πολεμώντας ως την Κορυτσά που απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 22 Νοεμβρίου 1940.
Πέρα από αυτά είναι εξακριβωμένο ότι ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1941 στο ύψωμα 1736 (Γκούρι Πρερ, στα αλβανικά), νότια του ποταμού Δεβόλη, στην κοιλάδα Τομορίτσα.
Μια πληροφορία που μας έδωσε, όταν ζούσε, ένας συναγωνιστής του ο Σαράντος Ελευθεριάδης από την Σκαμιά, ήταν ότι σκοτώθηκε μπροστά του από έκρηξη όλμου.
Από μια σχετική έρευνα που έκανα πρέπει το ύψωμα, όπου σκοτώθηκε ο Κωνσταντίνος να χτυπήθηκε με σφοδρότητα, καθώς εντόπισα ότι την ίδια μέρα, στο ίδιο ύψωμα (1736/Γκούρι Πρερ), σκοτώθηκαν 43 αξιωματικοί και στρατιώτες του 65ου Συντάγματος, ενώ, αν υπολογίσουμε και τους άλλους στρατιώτες που σκοτώθηκαν την ίδια μέρα, σε άλλες μάχες, η 13η Φεβρουαρίου 1941 πρέπει να υπήρξε μια από τις φονικότερες μέρες του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Εξάλλου, αν λάβουμε υπόψη ότι συνολικός αριθμός των πεσόντων στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο 1940-1941 είναι λίγο μικρότερος από τις 8000, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πρέπει να έπεσε σε μια από τις φονικότερες μάχες του πολέμου, σε ηλικία μόλις 28 ετών. (Οι Λέσβιοι νεκροί της περιόδου αυτής είναι 293 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώτες).
Από εκεί και πέρα δεν έχουμε επίσημα στοιχεία στα χέρια μας, τα οποία πιθανότατα χάθηκαν: δηλαδή το έγγραφο κοινοποίησης του θανάτου και ενδεχομένως κάποιο παράσημο.
Φυσικά κάπου εκεί κοντά που σκοτώθηκε, πρέπει να θάφτηκε μαζί με τα άλλα παλικάρια, σε κάποιο ομαδικό τάφο, ή ακόμα να αφέθηκαν άθαφτοι, αν η στρατιωτική πίεση που δέχτηκαν ανάγκασε την μονάδα του σε κατεπείγουσα υποχώρηση. Τώρα τελευταία που γίνονταν συγκεκριμένες κινήσεις για τον εντοπισμό των οστών των πεσόντων του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, ίσως βρεθούν και τα οστά των 43 παλικαριών που έπεσαν στις 13 Φεβρουαρίου 1941 στο ύψωμα 1736 και να θαφτούν κανονικά και με τις τιμές που αρμόζει σε αυτούς.
Τελειώνοντας, σκέπτομαι, ότι αξίζει τον κόπο οι τοπικοί ιστορικοί μας να αναζητήσουν στοιχεία για τους περίπου 300 λεσβίους νεκρούς της περιόδου αυτής, καθημερινών ανθρώπων που έδωσαν το αίμα για την πατρίδα μας.