
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ήταν πριν λίγες ημέρες, σε ένα από τα σχολεία ευθύνης μου, που έλαβα την πρόσκληση να παρακολουθήσω το αφιέρωμα στον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, ένα αφιέρωμα που περιλάμβανε απαγγελίες, μελοποίηση, ερωτήσεις από τους μαθητές στον ποιητή και φυσικά την ομιλία του ίδιου στους παρευρισκόμενους. Ήταν πραγματικάένα ζωντανό, βιωματικό και πολύ επιδραστικό μάθημα για τους εφήβους να δέχονται τις παραινέσεις ενός αειθαλούς εφήβου, που πλησιάζει την πρώτη εκατονταετία της ζωής του, γιατί όπως δήλωσε, έκοψε εγκαίρως το κάπνισμα, ενός από τους τελευταίους μεγάλους της πολιτικής ποίησης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Παρατηρώντας νέα παιδιά, φρέσκα, σχετικά αμήχανα, μέσα στη ζωντάνια της ηλικίας τους, να ακούνε τον ποιητή, να απαγγέλουν, τα ποιήματά του σκέφτηκα πόσο τυχεροί σταθήκαμε όσοι είχαμε την ευκαιρία τα μεγάλα σκιερά καλοκαίρια να τα περάσουμε παρακολουθώντας από κοντά προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης που η μοίρα και ο καιρός τις έφερναν με σταθερή περιοδικότητα στον τόπο μας, για άλλους λόγους την καθεμιά τους: Ο Τίτος Πατρίκιος είχε εξοχικό στον Μόλυβο, ο Χρόνης Μπότσογλου είχε παντρευτεί την Ελένη, είχαν το σπίτι στο Πετρί, η Μυρσίνη Ζορμπά αγαπούσε τον τόπο και επέστρεφε συχνά, η Χριστίνα Ντουνιά ερχόταν να επισκεφτεί τη φίλη της τη ζωγράφο Νίκη Ελευθεριάδη. Τα καλοκαίρια κλέβαμε στιγμές τους, παιδιά στην αρχή και έφηβοι αργότερα, μυθοποιώντας και απομυθοποιώντας τους υπέροχα και προσπαθώντας ύστερα να θυμηθούμε στις παρέες μας τις ατάκες τους, να αντιγράψουμε το ντύσιμο, τις προτιμήσεις, τις απόψεις, να θυμηθούμε καθημερινές τους συνήθειες. Ήταν ένα μεγάλο μάθημα, βιωματικό και ουσιαστικό, να θαυμάζεις και να κρίνεις τέτοια πρόσωπα που πρόσθεταν στην καθημερινή ζωή έναν τόνο εξωτικό σχεδόν, πάντως σίγουρα απόκοσμο, μεταμόρφωναν τη συνηθισμένη ρουτίνα και τις επαναλήψεις του προγράμματος των διακοπών με έναν στίχο, ένα ποίημα, μια πινελιά, με μια νότα.
«Αγοράσαμε το σερβίτσιο της «Ελευθεροτυπίας» και φάγαμε κιόλας σ’ αυτό και ήταν ωραιότατο και πολύ κομψό» σα να θυμάμαι ακόμη τη φωνή της μακαρίτισσας της Ρένας στον κήπο της Ραλλούς. Στο ντουλάπι της γιαγιάς στην Πέτρα αναπαύονται μακάρια τα κομμάτια αυτού του σερβίτσιου, που δεν υπήρχε στη Μυτιλήνη, μεταφέρθηκε από την Αθήνα …… αεροπορικώς! Όποτε το κοιτάζω δεν μου αρέσει το χρώμα, το σχέδιο, θυμάμαι ωστόσο την αφορμή που αποκτήθηκε…. Είναι ενθύμιο από το γούστο ανθρώπων που έφυγαν πολύ μακριά, για να γυρίσουν πίσω.
Θυμάμαι τον μεγάλο κήπο, στο τέλος του οποίου πάντα κάποιος ζωγράφιζε ή ερωτοτροπούσε καλοκαιριάτικα, κάτω από τους ήχους της κλασικής μουσικής. Στο σπίτι μας εκείνη την ώρα γινόταν πολλή φασαρία: κουβέντες, μαγειρέματα, καθαριότητες, τηλεόραση, τηλέφωνα που χτυπούσαν, γειτόνισσες που στέκονταν στο κατώφλι και κουβέντιαζαν! Όταν διηγήθηκα τη ραστώνη ενός άβατου ερωτισμού που εκδηλωνόταν με μαθήματα ελληνικών και τη δημιουργία σύνθετων λέξεων, όπως «νεόφτωχος», οι γονείς μου ανησύχησαν: «Να τηλεφωνείς πρώτα, πριν πηγαίνεις, να μην ενοχλείς». Άκου να τηλεφωνώ! Και πώς θα χαρώ τη μοναδικότητα στιγμών που θα θέλω να φυλακίσω, για να αντιγράψω;
Πέρσι στην Άνδρο, στην έκθεση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Γουλανδρή συγκινήθηκα με τους πίνακες του Χρόνη. «Κάπου εκεί κοντά είμαι κι εγώ αλλά δεν φαίνομαι» ήθελα να πω σε έναν συνάδελφο, γλυκά αναπολώντας οικεία πρόσωπα, τοπία και περιβάλλοντα.
Δεν θεωρούσαμε τέλειο κανέναν. Γνωρίζαμε, καταλαβαίναμε. Μας πρόσφεραν μια τόσο εναλλακτική σε χρόνους και περιεχόμενο καθημερινότητα, τη δική τους, όσο τη μοιράζονταν μαζί μας, που ήταν αρκετή για να τους συγχωρούμε ακόμη και τα οφθαλμοφανή. Είχε μια μεταμορφωτική δύναμη όλο αυτό: Μας ωθούσε να διαβάζουμε βιβλία, να ακούμε μουσική, να λαχταρούμε να πάμε στο θέατρο και ας μην είχε θέατρο στο νησί, μας έσπρωχνε να θέλουμε να γίνουμε σαν κι αυτούς, με ιδέες, με γνώσεις, με χιούμορ, με εμπειρίες.
Μεγαλώνοντας,διαμορφώνει καθένα τη δική του ζωή, χτίζει την προσωπικότητα του αυτόνομα. Οι ωραίοι άνθρωποι όμως, οι καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες, είναι ευλογία ως πρότυπα να τον συνοδεύουν.