
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Χάζευα τις φωτογραφίες που τράβηξε ο αγαπημένος φίλος αρχιτέκτονας Στρατής Φραντζέσκος από τη γειτονιά μου στην Πέτρα, τις κοίταζα με την ψυχή στο βλέμμα και τις αναμνήσεις στην καρδιά. Κιόλας δυο χρόνια πέρασαν από το τελευταίο Πάσχα στο χωριό. Σαν σήμερα είχα αναχωρήσει με το πλοίο, παραδίνοντας τη διεύθυνση του σχολείου στην τότε Υποδιευθύντρια και αναλαμβάνοντας χρέη Συμβούλου Εκπαίδευσης σε άλλη διεύθυνση Το θυμάμαι εκείνο το Πάσχα- το θυμάμαι έντονα, για όλα όσα έγιναν και κυρίως για όσα ακολούθησαν και ενέγραψαν οριστικά στις τρυφερές αναμνήσεις όλα τα δώρα του. Είναι παράξενη η ζωή: μυστήριο σωστό! Ό, τι ονειρεύεσαι αιώνιο, έρχεται η στιγμή που το αποκαθηλώνεις μέσα σου. Βοηθά κι αυτό, δεν υπάρχει αμφιβολία- πάντα υπάρχει όμως στη ζωή από το δυνατό το ισχυρότερο, κι όταν βρεθεί στον δρόμο σου, δεν υπάρχει πια καμία επιστροφή!
Δυο χρόνια μετά την ανάληψη υπηρεσίας, έλαχε ανήμερα ακριβώς να έχουμε διοργανώσει αφιέρωμα στον ποιητή Μιχάλη Γκανά, με αφορμή την πρόσφατη αποδημία του. Με έναν τρόπο τα γεγονότα εκείνου του μακρινού πια Πάσχα ήταν άρρηκτα δεμένα με τον ποιητή. Τα «Γυάλινα Γιάννενα» είχαν ξεχαστεί στο κομοδίνο μου σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια. Πολύς ο καιρός! Βρέθηκα σε ένα τραπέζι να μιλώ για τον ποιητή, ανάμεσα στον Ηλία Κανέλλη, τον Πέτρο Δραγουμάνο, τον Ευριπίδη Γαραντούδη και την ποιήτρια Άννα Γρίβα, έχοντας απέναντί μου την Πόπη Γκανά και μια ομάδα φιλολόγων. Ευτύχησα να το ζήσω κι ήταν για το μόνο έργο του ποιητή που γνώριζα τόσο βιωματικά που θέλησα να μιλήσω. Μνημόσυνο για κείνο το Πάσχα; Μπορεί! Ας είναι καλά η φίλη μου, Ραλλού Κράλλη- Κωνσταντέλλη που μας βοήθησε στη διοργάνωση- διάβαζα τα αποσπάσματα από το έργο του ποιητή και ένιωθα πως πια σε άλλο ποίημα στεκόταν η ψυχή μου. Το «προσωπικό» είχε ξεθωριάσει. «Αν είναι να περάσω τη ζωή μου σκλάβα έτσι κι αλλιώς…. ας είμαι λέω σκλάβα της αγάπης!» «Θα ζήσω ελεύθερη» αντιγύριζα μέσα μου. Κι όσο πιο πολύ το πίστευα, τόσο ξεμάκραινα από το κεντρικό ερωτικό κομμάτι της συλλογής και αγκάλιαζα τη «χριστουγεννιάτικη ιστορία»:
Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,
ἕνας πατέρας πού τοῦἒτυχε
σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,
καίνάτοῦπῶμιάἱστορία
γιάνάτόν πάρει ὁ ὓπνος.
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά πάρε καίτόν πατέρα…
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε καίτόν πατέρα• ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε
σάνά’ ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά
ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέτό βαρύ ἀμπέχωνο
στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.
Κάτι είχε αλλάξει. Το ήξερα κατά βάθος προσπαθούσα να μην το παραδεχτώ. Είναι κι αυτή η σκλαβιά που δεν αλλάζει ιδιοσυγκρασιακά, τα πρόσωπα, στα οποία υποδουλώνεσαι αλλάζουν.
Αργά το βράδυ, ξετύλιγα τις φωτογραφίες, τις παρατηρούσα μπρος και πίσω και προσπαθούσα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, να γράψω κάτι για τον «Δημητράκη» που έφυγε σε ηλικία 82 ετών από τη ζωή. Παιδί τον φοβόμουν. Είχε εκείνα τα μούσια και τα μουστάκια, μιλούσε αψά, δυνατά, είχε ένα ιδιότυπο χιούμορ. Τον θυμάμαι να ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά του πατρικού, με λευκό κοστούμι, καπέλο ασορτί και πάντα λουλούδι στην μπουτονιέρα. Έπαιρνε τη θέση του στο σαλόνι μαζί με τους άλλους, έκανε υπόκλιση στην οικοδέσποινα και φρόντιζε πάντα να με πειράζει: «Βουρή μικρή! Έτσ’ κι γιννιόσ’ μικρός θα είχες τ’ όνομα του πατέρα μ’! Φώκο θα σι λέγαν κι ισένα!» Πάθαινα απανωτά εγκεφαλικά! Προνόησε ο Ύψιστος και γεννήθηκα θήλυ! Άκου Φωκίωνα! «Μη φοβάσαι, παιδάκι μου, δεν αλλάζει τώρα τίποτα» προσπαθούσε να τα μπαλώσει ο πατέρας μου. «Θέλω να πάμε στο μπάνιο» γκρίνιαζα και τριβόμουν πάνω του. «Σήμιρα, Καλυψούλα, μπάνιου δεν έχ’. Μι τουν μπαμπά σ’ θα μουρφήνουμε τον κόσμο, να τον προυλάβ’ς καλύτερου». Τώρα που βρεθήκατε, Δημητράκη, πες του «ευχαριστώ πολύ» που το προσπαθήσατε.