Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Θα διακόψω σήμερα την κανονική ροή των επιφυλλίδων μου -άλλωστε αυτές διατηρούν ένα βαθμό αυτοτέλειας ώστε να μην χάνεται το νήμα της όποιας αφήγησης- και ο λόγος είναι προφανής, νομίζω, ήδη από τον τίτλο της παρούσας αναγραφής: θέλω να τιμήσω τον άνθρωπο και λόγιο Κώστα Μίσσιο για πολλούς λόγους, οι οποίοι είναι πιθανόν να διαφανούν από τα γραφόμενά μου, μολονότι δεν είναι και τόσο εύκολο αυτό να γίνει μέσα από ένα σημείωμα περιορισμένου ορίου λέξεων, σε σχέση με τον άνθρωπο και το έργο του. Ωστόσο θα το επιχειρήσω.
Με τον Κώστα Γ. Μίσσιο δεν γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά (είναι λίγο μεγαλύτερός μου, άλλωστε), δεν πήγαμε μαζί στο σχολείο, δεν κατοικούσαμε στην ίδια γειτονιά, δεν καταγόμαστε από το ίδιο χωριό (Μυτιληνιός αυτός, Μανταμαδιώτης εγώ), δεν δουλέψαμε μαζί, δεν είμαστε οικογενειακοί φίλοι κτλ., κτλ.. Όμως, παρ’ όλα αυτά και πολλά άλλα, αισθάνομαι σαν από παλιά γνώριμος μαζί του, επειδή, νομίζω, διαθέτουμε ένα ισχυρό κοινό στοιχείο: εννοώ την αγάπη για τη λεσβιακή λογιοσύνη, τη λεσβιακή γραμματεία, τη λεσβιακή ιστορία εν τέλει. Έτσι στις λίγες φορές που τα είπαμε από κοντά, αναδυόταν μια κατάσταση σαν να γνωριζόμαστε από χρόνια, σαν να είχαμε κοινές αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα, σε κοινές ανησυχίες και διαπιστώσεις, δηλαδή σαν να κατείχαμε καλά ένα κοινό αντικείμενο, ή τουλάχιστον στις γενικές γραμμές του. Εξάλλου, μια ήρεμη καλόγνωμη διάθεση και συγκατάβαση μάλλον χαρακτηρίζει και τους δυο μας, πράγμα που συντελεί στη διαπίστωση που απορρέει από το κοινώς λεγόμενο: ότι ταιριάζουν τα χνώτα μας.
Με όλα αυτά που γράφω, δεν έχω την πρόθεση να προβώ σε χαρακτηριολογικές και ψυχαναλυτικές διαπιστώσεις. Κάθε άλλο. Ο σκοπός μου, αντίθετα, είναι άλλος: πρώτα - πρώτα να κάνω μια επιστημονική αυτοκριτική και έπειτα -και κυρίως- να διατυπώσω στο χαρτί κάποιες σκέψεις μου για το επιστημονικό έργο του Κώστα Μίσσιου, που ενδέχεται να κινήσουν κάποιο ενδιαφέρον ανάμεσα στον κόσμο της λεσβιακής λογιοσύνης. Ενδέχεται...
Εδώ και πολλά χρόνια και μάλλον από τότε που ο Κώστας Μίσσιος άρχισε να εκδίδει τα μεγάλα βιβλία του, κατά καιρούς έπαιρνα γράμματά του, στα οποία ήταν διάχυτη η αγωνία και η προσπάθειά του να ανεύρει, με κάθε τρόπο, τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να εκδώσει το πολύτιμο έργο του. Ή, ακόμα, γράμματα με την υπόμνηση ότι κυκλοφόρησε ο τάδε τόμος, με αυτό το περιεχόμενο, που κοστίζει τόσο και μπορείς να το προμηθευτείς από το τάδε βιβλιοπωλείο κτλ., κτλ..
Αν θυμάμαι καλά -και αυτό δεν διστάζω ευθαρσώς να το ομολογήσω- ποτέ δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ σε κάποια από τις εκκλήσεις του, ή τουλάχιστον σε αυτές για την προεγγραφή συνδρομητών (μια παλιά και δοκιμασμένη μέθοδο από το 1749 κιόλας) για την έκδοση ενός τόμου, και αυτό φυσικά δεν αποτελεί για μένα κανένα τίτλο τιμής: το αντίθετο μάλιστα, αποτελεί προϊόν βαρειάς αμέλειας, το λιγότερο, επειδή υπήρξαν εποχές που τα οικονομικά μας ήταν πολύ καλύτερα από τα τωρινά… και κάθε τέτοια δικαιολογία απολύτως ανακριβής.
Ωστόσο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο -και κυρίως μέσω του τρόπου της προσφοράς εκ μέρους του συγγραφέα Κ. Μίσσιου- τα βιβλία του, έφταναν στα χέρια μου το ένα μετά το άλλο και τώρα πλέον καλύπτουν πάνω από δύο ράφια στη βιβλιοθήκη μου, και απ’ όσο καταλαβαίνω έπεται συνέχεια… καλά να είναι ο Κώστας.
Γνωρίζω παράλληλα ότι ο Κώστας Μίσσιος, πέρα από το συγγραφικό του έργο, είναι και συστηματικός -μανιώδης θα έλεγα- συλλέκτης έργων της λεσβιακής λογιοσύνης, πράγμα εξίσου σημαντικό με την κύρια συγγραφική του δράση, η οποία, όπως είναι εύλογο, υποβοηθείται από τη συλλεκτική, έως ένα βαθμό. Σε αυτόν τομέα, κάπως έχω συνεισφέρει και εγώ με τα δικά μου γραπτά, αν και πάλι από λόγους αμέλειας, υπάρχουν κενά που τώρα, ασφαλώς μπορεί να τα καλύψει από την ψηφιακή ανάρτηση που κάνει το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών -Κέντρο Τεκμηρίωσης- Αποθετήριο «Ήλιος».
Αγαπητοί αναγνώστες, ξεκίνησα με την αφελή πρόθεση να περιγράψω το έργο του Κώστα Μίσσιου σε μια επιφυλλίδα. Μάταιος κόπος και γι’ αυτό η συνέχεια σε δεκαπέντε ημέρες.