
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Στρώθηκα ασφαλώς την προηγούμενη Πέμπτη μπροστά στην τηλεόραση. Αλλά επειδή οι υποχρεώσεις κρύβουν ανατροπές τελικά παρακολούθησα το πρώτο επεισόδιο της «Ζωής εν Τάφω» από το Διαδίκτυο, πρωινές ώρες του Σαββάτου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ δηλαδή. Ομολογώ ότι την προσοχή μου κέντρισε η απόπειρα μεταφοράς ενός λογοτεχνικού βιβλίου στη μικρή οθόνη. Έχω καιρό να δω κάτι επιτυχημένο. Κουβαλώ όμως έντονες τις αναμνήσεις από το «Νησί» και το «Δέκα». Είναι εξάλλου σπάνιες πλέον οι τηλεοπτικές μεταφορές μυθιστορημάτων. Το αναγνωστικό κοινό λιγοστεύει και γι’ αυτό ευθυνόμαστε κυρίως εμείς οι φιλόλογοι. Να μην αμελήσω να παραδεχτώ ότι η Μυτιλήνη και ειδικότερα το βόρειο τμήμα της, που αποτελεί το υπόβαθρο για μέρος του βιβλίου, ήταν μία ακόμη αιτία να επιδιώξω να παρακολουθήσω το πρώτο επεισόδιο της σειράς. Πάνε περισσότερα από είκοσι χρόνια που παρακολουθούσα τα γυρίσματα του «Μεγάλου Θυμού» στα αρχοντικά του νησιού και στη συνέχεια τα ολοκληρωμένα επεισόδια στη μικρή οθόνη. Πέρασε πράγματι πολύς καιρός από τότε.
Καθώς λοιπόν το παρελθόν δεν μπορείς να το φέρεις πίσω ούτε όμως και να το αλλάξεις, σου μένει να προσηλωθείς στο σήμερα. Γιατί η ζωή δεν είναι πρόβα. Είχα λοιπόν μεγάλη περιέργεια να δω το αποτέλεσμα ενός απαιτητικού εγχειρήματος. Από τα πρώτα λεπτά που συντονίστηκα στη διαδικτυακή συχνότητα της αγαπημένης ΕΤ1, άρχισαν αναπόφευκτα και οι συγκρίσεις. Ο σκηνοθέτης Τάσος Ψαρράς είναι ο ίδιος που μας χάρισε πριν λίγα χρόνια τον εξαιρετικό «Καρυωτάκη», μια τηλεοπτική σειρά, που αν και κυκλοφορεί διαδικτυακά με κακή ποιότητα ήχου, απομονώνω σκηνές και επεισόδια και τα διδάσκω στους μαθητές μου. Η σειρά είναι τόσο επιτυχημένη, ώστε έκανε σκόνη ακόμη και τον κινηματογραφικό «Καζαντζάκη» του Γιάννη Σμαραγδή και ας πρόκειται για δύο διαφορετικά καλλιτεχνικά είδη. Έθεσε όμως τον πήχη απελπιστικά υψηλά, ώστε κάθε επόμενη προσπάθεια να βρίσκεται στην αμήχανη θέση να συναγωνιστεί μία μάλλον ανεπανάληπτη επιτυχία.
Έτσι το πρώτο επεισόδιο της «Ζωής εν Τάφω» δε με ενθουσίασε. Σε μία από τις εναρκτήριες σκηνές μάλιστα, άστοχα κατά την ταπεινή μου άποψη, η Μαρία Κίτσου, η ηθοποιός που ενσάρκωσε τηλεοπτικά την Μαρία Πολυδούρη, εμφανίζεται σε έναν μάλλον δευτεραγωνιστικό ρόλο. Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν συνταγές επιτυχίας. Πολύ περισσότερο η επιτυχία δεν έρχεται μέσα από μανιέρες. Μάλλον η τυποποίηση κουράζει. Παρόλ’ αυτά ειδικά τα γυρίσματα στο νησί και η προσπάθεια να αποδοθεί μια περασμένη εποχή, μακριά από τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, ήταν επιτυχημένη. Να μέτρησε το συναίσθημα για τον τόπο που με έκανε να μην είμαι αξιόπιστη κριτής ή πράγματι η σειρά εξελίσσεται σε επιτυχία και εγώ μουρμουρίζω χωρίς λόγο; Η συνέχεια θα δείξει. Δεν έχω ακόμη ενθουσιαστεί. Αλλά θα παραμείνω πιστή στο τηλεοπτικό προσκλητήριο, όσο αντέχω δηλαδή, διατηρώντας αυτό το χαμόγελο της συγκατάβασης που γεννά η αγάπη του οικείου.
Πρόκειται άλλωστε για μία από τις λίγες τηλεοπτικές παραγωγές αξιώσεων που έχουμε την ευχαρίστηση να παρακολουθούμε στη δύσκολη δεκαετία που διανύουμε. Με δεδομένο ότι η ΕΡΤ είχε κλείσει για δύο χρόνια είναι πραγματικός άθλος ότι μας δίνει τέτοιες παραγωγές. Μαζί και υπενθύμιση ότι, όταν θέλει, υποστηρίζει τον παιδευτικό της σκοπό μαζί με τον ψυχαγωγικό της ρόλο. Ο οποίος δικαιώνεται και από τη μεγάλη τηλεθέαση που γνωρίζουν ανάλογες προσπάθειες. Διαβάζω ότι πάνω από ένα εκατομμύριο τηλεθεατές παρακολούθησαν το πρώτο επεισόδιο της «Ζωής εν Τάφω». Αυτό σημαίνει ότι το τηλεοπτικό τοπίο μπορεί να έχει και εναλλακτικές λύσεις σε ριάλιτι όπου οι παίκτες μαγειρεύουν, μασκαρεύονται, τραγουδούν, φλερτάρουν και ποζάρουν, επενδύοντας σε ένα αμφίβολο καλλιτεχνικό μέλλον. Ή μπορεί να σημαίνει ακόμη ότι η έμπνευση δεν χάθηκε ακόμη από τη μικρή μας οθόνη.
Παρόλ’ αυτά η σειρά δε με έπεισε ακόμη. Τη συστήνω ωστόσο. Γιατί όλοι χρειαζόμαστε ένα καταφύγιο αφοσίωσης και ανιδιοτέλειας σε ένα αφηρημένο αγαθό, όπως η καλλιτεχνική δημιουργία, που δεν εξαργυρώνεται, χαρίζει όμως πληρότητα και απόλαυση.