Δύο ριμέικ της υψηλής λογοτεχνίας

29/03/2016 - 14:22

Οι καλές λεγόμενες τέχνες είναι ως γνωστόν έξι, η ποίηση, η μουσική, ο χορός, η γλυπτική, η ζωγραφική και η αρχιτεκτονική.

Οι καλές λεγόμενες τέχνες είναι ως γνωστόν έξι, η ποίηση, η μουσική, ο χορός, η γλυπτική, η ζωγραφική και η αρχιτεκτονική.

Πριν από έναν αιώνα προστέθηκε και μία έβδομη, ο κινηματογράφος, κακώς βέβαια, γιατί έκλεψε τη διάκριση από τον αρχαίο πρόδρομό του, το θέατρο, που πρώτο συμπύκνωσε ποίηση, μουσική και χορό.

Υπέρτατη τέχνη είναι κατά γενική εκτίμηση η λογοτεχνία και δη η ποίηση επειδή η πρώτη ύλη της είναι ο λόγος. Η λογοτεχνία, όπως την ξέρουμε σήμερα, είναι το σύνολο των καλλιτεχνημάτων του λόγου.

Ο όρος υπεδείχθη για πρώτη φορά από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Πανταζίδη το 1886, ενώ όλη η Ευρώπη χρησιμοποιεί τον όρο «γραμματολογία» εκ της Λατινικής.

Για την πρωτοκαθεδρία της ομοφωνούν όλοι οι τεχνοκριτικοί της ιστορίας. Ο Αλμπέρ Καμί λέει ότι η ποίηση δεν είναι «λώβη της διανοίας» (όπως πίστευε ο Πλάτων) και ότι ο λογοτέχνης προηγείται του φιλοσόφου.

Ο μεγάλος Κώστας Βάρναλης λέει κι αυτός ότι η Τέχνη υπάρχει πολύ πριν υπάρξει φιλοσοφία (Αισθητικά- Κριτικά Α΄).

Και ο σπουδαίος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι συμπληρώνει, στο γραπτό του έργο «Σμιλεύοντας τον χρόνο»: «Ο ποιητής δεν περιγράφει τον κόσμο, αλλά συμμετέχει στη δημιουργία του (!)», αποθεώνοντας έτσι τον παιδαγωγικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας.
Σ’ αυτήν τη μικρή κριτική μελέτη θα μας απασχολήσουν δύο λογοτεχνικά «ριμέικ», δύο δηλαδή κατά κάποιο τρόπο ανακατασκευές έργων πάνω στην ίδια θεματική βάση, που σημάδεψαν την ιστορία της λογοτεχνίας και του θεάτρου ταυτόχρονα.

Το πρώτο είναι «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μας θυμίζει με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο τη «Σολομώντεια λύση» που περιγράφεται στη Βίβλο, στο βιβλίο Βασιλειών Γ (3, 16-18).

Γνωστή η ιστορία. Παρουσιάζονται στο βασιλιά δύο γυναίκες (πόρνες λέει η Βίβλος) και λέει η πρώτη: «Γεννήσαμε την ίδια μέρα από ένα αγοράκι και η κυρία από δω τη νύχτα το πλάκωσε και πέθανε. Όπως ήμασταν μόνες μέσα στο σπίτι, ήρθε μες στο σκοτάδι και άλλαξε τα βρέφη». Μίλησε και η άλλη και είπε τα αντίθετα, και προστάζει ο βασιλιάς «φέρτε μια μάχαιρα και διαιρέστε το ζωντανό βρέφος στα δύο να πάρουν από μισό». Τότε η πραγματική του μητέρα παρακάλεσε να μη θανατωθεί το παιδί και ας δοθεί στην άλλη και μ’ αυτόν τον τρόπο το κέρδισε.

Ο Μπρεχτ τροποποιεί λιγάκι την ιστορία και τη βάζει να διαδραματίζεται στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας την εποχή του Τριακονταετούς πολέμου (1618-1648). Η γυναίκα ενός ευκατάστατου προτεστάντη ετοίμαζε ρούχα και κοσμήματα και ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει το σπίτι με το μωρό της, όταν είδε να εισβάλλουν οι στρατιώτες. Άφησε τότε το παιδί στην κούνια και έφυγε.

Η υπηρέτρια Άννα είχε κρυφτεί σε μια ντουλάπα και με την αποχώρηση των εισβολέων βρέθηκε με το μωρό στην αγκαλιά της.

Το παιδί μεγάλωνε καλά μαζί της μέχρι που κάποια τραγικά επεισόδια (…) την έφεραν στο δικαστήριο μαζί με την πραγματική του μάνα να το διεκδικεί.
Ο δικαστής, μη μπορώντας να βγάλει άκρη, σκαρφίστηκε μια σολομώντεια λύση: έκανε στη γη ένα κύκλο με κιμωλία, βάζοντας μέσα του τις δυο γυναίκες και το αγοράκι και τις προστάζει να το τραβήξουν έξω η καθεμιά με δύναμη. Η πραγματική του μάνα κόντεψε να του βγάλει το χέρι, ενώ η Άννα με δάκρυα στα μάτια δεν άντεξε και το άφησε. Ο δικαστής τότε χωρίς ενδοιασμούς δίνει το παιδί στην Άννα, επιβραβεύοντας τη στοργή και αδιαφορώντας για τη βιολογία της σχέσης.

Το έργο είναι συγκινητικό και τολμηρό και αποτελεί έναν ύμνο της αγάπης, μιας αγάπης και ανιδιοτελούς φροντίδας που ξεπερνάει τα όρια μιας ρηχής και αποτυχημένης βιολογικής σχέσης. Κατά τον τολμηρό δικαστή, αυτή η οικοδομημένη σχέση στοργής νίκησε το «έμφυτο» μητρικό συναίσθημα, και έτσι μόνο θα μπορούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Το δεύτερο ριμέικ είναι πολύ πιο βαθύ και ανεξιχνίαστο και αποτελεί μέχρι σήμερα γρίφο και σημείο αμφιλεγόμενο της μακραίωνης λογοτεχνίας.

Είναι οι δύο δραματικές ιστορίες της «Μήδειας» και της «Φόνισσας», και ποια είναι αυτή η ψυχική άβυσσος που τις ενώνει ή τουλάχιστον τις κάνει να φαίνονται παράλληλες.
Να θυμίσουμε εν ολίγοις το στόρι και των δύο.

Η Μήδεια είναι μια γόησσα («φαρμακίς» κατά τον Απολλόδωρο στο «Περί θεών»), κόρη της Εκάτης ή της Ιδυίας και του Αιήτη, βασιλιά της Κολχίδας. Στην επιχείρηση του Ιάσονα να αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας τον ερωτεύθηκε, τον βοήθησε και τον ακολούθησε.
Ενώ τους καταδιώκουν οι δικοί της, αυτή σκοτώνει τον αδερφό της Άψυρτο, τον τεμαχίζει και σκορπίζει τα μέλη του (στο μέρος όπου ονομάστηκε «Τόμοι»).

Φτάνοντας στην Ιωλκό, η Μήδεια βάζει τις κόρες του Πελία, που είναι θείος του Ιάσονα, να τον σφάξουν, και κατεβαίνει με τον άντρα της στην Κόρινθο. Εκεί, και μετά δέκα χρόνια ευτυχισμένης ζωής, ο Ιάσων ερωτεύεται την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, Γλαύκη.

Η Μήδεια δεν μπορεί να το χωνέψει, καίει τη Γλαύκη, σκοτώνει τα δυο παιδιά της, τον Φέρητα και το Μέρμερο, και εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου παντρεύεται τον Αιγέα και κάνει μαζί του έναν γιο, τον Μήδο.

Τα φρικτά πεπραγμένα της Μήδειας είχαν τρομάξει και προβληματίσει την αρχαιότητα. Κάποιοι είπαν ότι τα παιδιά τα εγκατέλειψε και τα σκότωσαν οι Κορίνθιοι, όμως ο οξυδερκής ψυχοανατόμος Ευριπίδης ήταν κατηγορηματικός. Της μάγισσας αυτής της συνέβη ένα «άελπτον πράγμα», κάτι δηλαδή απροσδόκητο που δεν της άφηνε περιθώρια ελπίδας. Οικτίρει όλες τις γυναίκες και τις ονομάζει «αθλιότατα φυτά».

Δεν μπόρεσε να συγχωρέσει την ανδρική απιστία και την καταπάτηση του όρκου αγάπης και η λαβωμένη φλόγα του έρωτα κατίσχυσε της λογικής και θόλωσε το μητρικό της φίλτρο τόσο που να την οδηγήσει στην παιδοκτονία.

Η άλλη, η παράλληλη ιστορία, είναι ακόμα πιο σκοτεινή και πιο περίεργη, καθότι δεν ξεκινά απ’ το σαρκικό έρωτα. Είναι η φόνισσα Φραγκογιαννού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Έχουν χυθεί τόνοι μελάνης από τεχνοκριτικούς και λογοτέχνες που προσπαθούν μέχρι σήμερα να κατανοήσουν τα ελατήρια της στυγερής ηρωίδας και να εισχωρήσουν στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχογραφίας.

Η γριά (εξηκοντούτις) Χαδούλα ή Φραγκογιαννού σκοτώνει πνίγοντας το ένα μετά το άλλο τέσσερα μικρά κοριτσάκια (τα δύο βρέφη), κάνοντας αρχή από το εγγονάκι της (!), με μια ανερμήνευτη πώρωση και χωρίς ίχνος μεταμέλειας. Στο τέλος, να μην τα πολυλογούμε, πνίγεται κι αυτή στα αβαθή ενός μικρού ισθμού μπροστά στην ακτή καταδιωκόμενη από δύο ένστολους της περιοχής.

Πολλά ειπώθηκαν επί έναν αιώνα τώρα για τα απόκρυφα αίτια αυτής της αποτρόπαιης συμπεριφοράς και της υπόκωφης γοητείας των προσχεδιασμένων θανάτων. Πολλοί είπαν ότι ήθελε ενδόμυχα να εκδικηθεί το εξουθενωτικό έθιμο της προικοδότησης εκείνο τον καιρό στη Σκιάθο.

Όμως κι αυτό δεν φαίνεται αρκετό. Η ίδια έλεγε ότι τα πνίγει για να τα γλιτώσει από τη φτώχεια και τα βάσανα της ζωής. Πίστευε ότι κάθε κοριτσάκι που έρχεται στη ζωή έχει την κατάρα του κόσμου.

Εκείνη την εποχή στην ελληνική επαρχία, όπως εναργέστατα και λυρικότατα μας τη ζωγραφίζει ο Παπαδιαμάντης, η γυναίκα ήταν ένα άμοιρο και κοινωνικά καταδικασμένο πλάσμα.

Έπρεπε λοιπόν κατά τη διαταραγμένη γνώμη της η Χαδούλα να δράσει εκδικητικά.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που είπαν ότι επρόκειτο για «σχιζότυπη διαταραχή» (μια ειδική περίπτωση σχιζοφρένειας) και ότι, αν γινόταν δίκη, θα κρινόταν σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ποινικού Κώδικα ως «επικίνδυνη εγκληματίας με μειωμένο καταλογισμό».

Ο βαθυστόχαστος «κοσμοκαλόγερος» πάντως έφτασε με τη «Φόνισσα» στα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής, και είναι αδιαμφισβήτητο ότι και μόνο το έργο του αυτό θα ήταν αρκετό να τον συγκαταριθμήσει στο πάνθεο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Εν κατακλείδι, είναι αξιοσημείωτο ότι και οι τέσσερις αυτές παράλληλες ιστορίες έχουν πρωταγωνιστές γυναίκες (και μητέρες) που τα μύχια της ψυχής τους και η παράλογη πολλές φορές ένταση των συναισθημάτων τους φαίνεται να δικαιολογούν τη στιχομυθία του βυζαντινού Θεόφιλου με την Κασσιανή, ότι απ’ τη γυναίκα βγαίνουν όλα τα κακά και όλα τα καλά («εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα αλλά και πηγάζει τα κρείττονα»)…

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey