Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η διαγραφή ενός πρώην πρωθυπουργού και μάλιστα με «προδιαγραφές» ανοιχτής σύγκρουσης, δεν είναι κάτι απλό, όταν ανοίγει ένα νέο πεδίο προκλήσεων, αντί του τερματισμού της όποιας κρίσης, για την οποία η κυβέρνηση θα πρέπει να ανταπεξέλθει, χωρίς περαιτέρω εντάσεις. Οπως και να έχει η διαγραφή του Αντ. Σαμαρά ήταν μια σχεδόν αναγκαστική κίνηση του πρωθυπουργού, κατά κοινή παραδοχή θεωρήθηκε «μονόδρομος» ακόμη και από πρόσωπα φίλα προσκείμενα στον κ. Σαμαρά. Ηταν δε ορατή εδώ και καιρό μια τέτοια εξέλιξη, αφού ο κ. Σαμαράς διαβάθμιζε συνεχώς τις επικρίσεις και τις ενστάσεις του στην κυβερνητική πολιτική, παίρνοντας αποστάσεις από τις επιλογές του πρωθυπουργού, όπως με την τελευταία συνέντευξή του στο «Βήμα», που κρίθηκε ότι ξεπέρασε τα εσκαμμένα όρια, που ενδεχομένως ήταν ανεκτά για έναν πρώην πρωθυπουργό. Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι η ρήξη αυτή δεν αποτελεί ό,τι ευχάριστο για το κυβερνών κόμμα, ενώ τα ...απόνερα αυτής της εξέλιξης κάθε άλλο παρά πρέπει να υποτιμηθούν σε αυτήν την πολιτική συγκυρία, όπου η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει την όποια διαφαινόμενη φθορά, που καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις, έχοντας μπροστά της και κρίσιμα «ραντεβού», όπως αυτό της εκλογής προσώπου στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Μπορεί να μη διαφαίνονται στον ορίζοντα αποστασίες και ανατροπές της κυβέρνησης, όπως εύλογα μπορεί να κάνει συνειρμούς κανείς ανατρέχοντας στο παρελθόν, όταν και πάλι ο κ. Σαμαράς βρέθηκε εκτός ΝΔ με απόφαση του «πατρός» Μητσοτάκη, όμως η όλη εξέλιξη δεν παύει να προκαλεί τριγμούς και να εξασθενεί την κοινοβουλευτική δύναμη του κυβερνώντος κόμματος, που πλέον αριθμεί 155 βουλευτές, μεταξύ των οποίων είναι και φίλα προσκείμενοι και με στενές σχέσεις με τον πρώην πρωθυπουργό. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι κατά κανόνα σε πρώτο χρόνο, μια τέτοια εξέλιξη λειτουργεί συσπειρωτικά για το χώρο, υποχρεώνοντας και τις όποιες εσωκομματικές εντάσεις να χαμηλώσουν τους τόνους. Μένει ωστόσο να φανεί αν πράγματι πρόκειται για επίπλαστη «σιγή», μετά την εν λόγω εξέλιξη μέχρι να εκτονωθεί η αναταραχή που προκλήθηκε και περίοδος αναμονής για νέο γύρο εσωστρέφειας με τριβές και εντάσεις, ή αν η συνέχεια θα είναι πιο ομαλή και χωρίς άλλα «επεισόδια» που την αποσυσπειρώνουν, βάζοντας φρένο και στην εσωστρέφεια. Η επισήμανση για όλα αυτά γίνεται, γιατί πολλά για τα μελλούμενα και στο εσωκομματικό «μέτωπο» θα εξαρτηθούν από τη διαχείριση της κυβέρνησης για τα μείζονα προβλήματα της χώρας και της κοινωνίας, κυρίως σε ότι έχει να κάνει με τα λεγόμενα προβλήματα της καθημερινότητας με πρώτο και κυρίαρχο αυτό της ακρίβειας, που εξακολουθεί να ταλανίζει τα νοικοκυριά και αναδεικνύει την αναποτελεσματικότητα ή όχι των κυβερνητικών μέτρων, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του κόσμου, μηδέ εξαιρουμένων και των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό είναι το μεγάλο «στοίχημα» που καλείται να κερδίσει η κυβέρνηση, που προφανώς θα έχει επιπτώσεις και στην εκλογική της επιρροή εν όψει της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Αν καταφέρει να βελτιώσει την εικόνα της αυτό θα μετριάσει και την όποια δυσαρέσκεια και εκτός , αλλά και εντός του κυβερνώντος κόμματος, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι παρά τη συνεχιζόμενη δημοσκοπική υπεροχή του κυβερνώντος κόμματος-που πάντως εδώ και καιρό δεν έχει ξεκολλήσει από τα ποσοστά των πρόσφατων ευρωεκλογών, χωρίς σημάδια ανάκαμψης που να δείχνουν ότι μπορεί να προσεγγίσει εκείνα των εθνικών εκλογών- δεν παύει η κυβέρνηση, τούτη την περίοδο να είναι αποδέκτης δυσαρέσκειας, με την πίεση από τα δεξιά της να είναι ιδιαίτερα αισθητή, γεγονός που δεν αποκλείεται να ενισχυθεί μετά την εκλογή Τραμπ και ό,τι αυτή φέρνει ως «τάση» διεθνώς και στην Ευρώπη, όπου η στροφή προς τα δεξιά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μοιάζει ως αναπόδραστη εξέλιξη, που προφανώς δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη και τη χώρα μας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο πρώην πρωθυπουργός σε αυτήν την πολιτική συγκυρία επέλεξε για να σηκώσει το δικό του ...μπαϊράκι, επικρίνοντας σχεδόν «εφ όλης της ύλης» την κυβερνητική πολιτική και μιλώντας για υποχωρητικότητα και «μειοδοσία» στα εθνικά θέματα του Υπ. Εξωτερικών και εμμέσως και του πρωθυπουργού, που τον ανέχεται και δεν «τον στέλνει σπίτι του»!. Ενώ ευθέως αμφισβήτησε και την πολιτική ταυτότητα του κυβερνώντος κόμματος που προφανώς, κατά την άποψη του κ. Σαμαρά, έχει απομακρυνθεί από τις «δεξιές» καταβολές του. Μια συζήτηση που έτσι και αλλιώς διεξάγεται στο εσωτερικό της ΝΔ εδώ και καιρό και πήρε περισσότερο «ένταση» με αφορμή το νόμο για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και άλλων θεμάτων της λεγόμενης «δεξιάς ατζέντας»! Αλλο όμως η συζήτηση και η διατύπωση απόψεων στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος- και εδώ που τα λέμε και κάθε κόμματος που δεν είναι μονολιθικό- που ως πολυσυλλεκτικό είθισται να «στεγάζει» και διαφορετικές απόψεις και άλλο η πλήρης αποδόμηση του με την αμφισβήτηση της ηγεσίας του, με τη δημόσια επικριτική στάση και την πολεμική εκτός ορίων, που παραπέμπει και επιζητά τη ρήξη. Και ο πρώην πρωθυπουργός φαίνεται να επιδίωξε τη ρήξη, «τραβώντας το σχοινί» και αδιαφορώντας αν θα ...κοπεί, όπως και έγινε! Το ενδεχόμενο να μην περίμενε τη διαγραφή του από τον Μητσοτάκη, αν και ήταν περισσότερο από εμφανές ότι «φλέρταρε» με μια τέτοια εξέλιξη, μετά τα όσα υποστήριξε στην επίμαχη συνέντευξη, υπερεκτιμώντας την όποια ανοχή ως πρώην πρωθυπουργού, μάλλον αφελές λογίζεται και κάθε άλλο παρά αφελής πολιτικά είναι ο κ. Σαμαράς για να μη το σταθμίσει. Το ίδιο, κατά τη γνώμη μας, θα έκανε και ο ίδιος αν είχε να αντιμετωπίσει μια τέτοια πολεμική και αμφισβήτηση. Αυτό ωστόσο που πράγματι είναι απορίας άξιο, είναι πως ο κ. Σαμαράς με την «τραυματική» προϊστορία που κουβαλά στο συγκεκριμένο χώρο ...ρίσκαρε για δεύτερη φορά μια τέτοια ρήξη, χωρίς να σκεφθεί και να μετρήσει, στον υπέρτατο βαθμό, τις τυχόν συνέπειες, που θα είχε αυτή του η στάση, τόσο στη συνοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας, όσο και συνολικά στο πολιτικό σκηνικό της χώρας μας σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία. Η αμετροέπειά του εκπλήσσει, πολύ περισσότερο γιατί από τη θέση του πρωθυπουργού που ανέλαβε σε μια ομολογουμένως πολύ δύσκολη περίοδο τα ηνία της χώρας, έδειξε δείγματα γραφής σοβαρότητας και υπευθυνότητας, κόντρα σε λαϊκισμούς, που δεν συνάδουν με την τωρινή του στάση και συμπεριφορά, που δείχνει ότι στο όνομα της δικής του άποψης και «συνείδησης», όπως είπε, δεν υπολογίζει τις συνέπειες. Το «γινάτι» όμως, το οποίο «λέγεται και ακούγεται» ότι έχει σε υπερβολικό βαθμό -για να χρησιμοποιήσουμε δικές του εκφράσεις- είναι γνωστό ότι βγάζει ...μάτι! Και αυτό επικαλέστηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στη δήλωση διαγραφής του. Γι αυτό και παραμένει ακατανόητη, όχι η όποια θεμιτή κριτική επί των κυβερνητικών θέσεων και αποφάσεων, αλλά η πολεμική που οδηγεί σε ρήξη, χωρίς ορατή στον ορίζοντα εναλλακτική πρόταση.
Εκτός και αν υπάρχει τέτοια και προς το παρόν παραμένει ανενεργή, αναμένοντας εξελίξεις σε δεύτερο χρόνο, κυρίως με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, που ενδεχομένως, ανάλογα με την πρόταση του πρωθυπουργού για το πρόσωπο που θα υποδείξει, μπορεί να υπάρξουν διαφοροποιήσεις που να προκαλέσουν τριβές στο κυβερνητικό «στρατόπεδο». Και το επισημαίνουμε αυτό γιατί ήδη έχει τεθεί το θέμα της πολιτικής προέλευσης του προσώπου που θα προταθεί για το ύπατο αξίωμα της Πολιτείας, με κάποιους από τους «γαλάζιους» βουλευτές να προτρέχουν αυτό να προέρχεται από την ευρύτερη κεντροδεξιά παράταξη, δεδομένου ότι ο υπάρχων συσχετισμός δυνάμεων στη Βουλή ευνοεί να εκλεγεί μια τέτοια επιλογή. Και σε αυτή τη λογική έσπευσε να προκαταλάβει τον πρωθυπουργό και ο κ. Σαμαράς προτείνοντας τον Κώστα Καραμανλή για την προεδρία της Δημοκρατίας, με προφανή στόχο να «στριμώξει» τον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος έχει δηλώσει ότι το θέμα αυτό θα τεθεί στην ώρα του, γιατί πέραν των άλλων λόγων είναι και ζήτημα σεβασμού στο πρόσωπο της νυν Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι εμφανές για τους παροικούντες την «γαλάζια» Ιερουσαλήμ ότι η νυν Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου είναι «κόκκινο πανί» για κάποιους από την κυβερνητική παράταξη, και δεν το κρύβουν ότι δεν θα ήθελαν να τη δουν ξανά στο προεδρικό μέγαρο, αλλά θα προτιμούσαν ένα πρόσωπο από το δικό τους χώρο, αφού υπάρχει η αναγκαία πλειοψηφία για να τον αναδείξει. Και η αλήθεια είναι ότι πράγματι με την κοινοβουλευτική δύναμη που έχει το κυβερνών κόμμα μπορεί να εκλέξει όποιον θέλει, παραβλέποντας το γεγονός ότι στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας είθισται να αναζητείται η μέγιστη δυνατή συναίνεση όσο το δυνατόν περισσοτέρων κομμάτων. Πολύ περισσότερο τώρα, μετά τις αλλαγές που έχουν γίνει, που αποσυνδέουν την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Αυτό συνέβη διαχρονικά με όλες τις εκλογές προέδρων, εξαιρουμένης της εκλογής Σαρτζετάκη, αφού το εκάστοτε κυβερνών κόμμα πρότεινε πρόσωπο κοινής συναίνεσης προερχόμενο κατά βάση από τον ευρύτερο χώρο της «αντίπαλης» παράταξης. Αυτό συνέβη και με τον Κων. Καραμανλή και με τον Κ. Στεφανόπουλο και με τον Κ. Παπούλια και τελευταία και με την Κ.Σακελλαροπούλου και εδώ που τα λέμε αυτή η διαχείριση για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας δείχνει και την ωριμότητα του πολιτικού συστήματος της χώρας, που και σε αυτήν την πολιτική συγκυρία θα πρέπει να συνεχιστεί. Οπως και να έχει το βέβαιο είναι ότι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, στην παρούσα φάση γίνεται μια αρκετή σύνθετη πολιτική εξίσωση, αν και ήδη όπως εκτιμάται, έχουν φύγει από το ...τραπέζι τα ονόματα των δυο πρώην πρωθυπουργών, δεδομένου ότι ο Σαμαράς «έκαψε» τον Καραμανλή, προτείνοντάς τον, αν και οι διαρροές από το περιβάλλον του τελευταίου υποστηρίζουν ότι δεν ενδιαφέρεται! Για τον Κυρ. Μητσοτάκη, που καλείται να προτείνει το πρόσωπο που θα πληροί τις προδιαγραφές που προαναφέραμε και που ο ίδιος πρεσβεύει, σύμφωνα με όσα ο ίδιος έχει υποστηρίξει, μάλλον θα δυσκολέψει η διατήρηση των ισορροπιών μεταξύ φιλελεύθερου Κέντρου και δεξιάς ταυτότητας της ΝΔ, ενώ δεν αποκλείωνται να εκδηλωθούν, ανάλογα με την επιλογή και άλλοι επίδοξοι «αντιρρησίες» από το κυβερνητικό «στρατόπεδο». Αυτό που θα φανεί είναι αν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και συναίσθηση της πραγματικότητας, έχοντας ως βασική αποστολή να ηγείται και να καθοδηγεί και όχι να σύρεται από τις περιστάσεις και από τις «υποδείξεις» που κάποιοι άλλοι για τους δικούς τους λόγους επιχειρούν, επιδιώκοντας τη χειραγώγησή της. Οπως και να έχει το επόμενο διάστημα και με την εκλογή Προέδρου, αλλά και με την ολοκλήρωση των εσωκομματικών διεργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη σε μια σειρά κόμματα θα έχουμε μια πιο σαφή εικόνα πως διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό μετά τις αναταράξεις που ήδη παρακολουθούμε. Ιδωμεν!