Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Κάποιος είχε πει ότι αν δεν ξέρεις πού θες να πας, το πιθανότερο είναι να καταλήξεις εκεί που δε θέλεις. Κι αυτήν τη στιγμή, κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν έχουν καταλήξει στο παραμικρό για την επόμενη μέρα του Μνημονίου.
Εξαπολύουν συνθήματα χωρίς επεξεργασία και χωρίς στόχευση, έχοντας ως πρώτο (και δυστυχώς μόνο) μέλημα τις ερχόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν.
Πολλοί ελεεινολογούν το ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν έχει πρόταση μετά το... «σχίσιμο του Μνημονίου». Δικαίως: αν ακούσει κάποιος τα στελέχη του στα πρωινάδικα -εκεί συχνάζουν- αντιλαμβάνεται ότι στα θέματα της οικονομίας είναι «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν».
Πότε θα φορολογήσουν την ακίνητη περιουσία (με κυμαινόμενο καθημερινώς αφορολόγητο), άλλοτε ακούμε ότι θα «δανειστούν» από τις καταθέσεις των Ελλήνων κι άλλοτε θα τα βρουν από τη φοροδιαφυγή. Να σημειώσουμε ότι όσο δίκιο κι αν έχουν στο τελευταίο, σχετικά με την αβελτηρία της κυβέρνησης να φέρει αποτελέσματα από τις διάφορες λίστες που κατέχει, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής δε λύνει το βασικό πρόβλημα της οικονομίας, που είναι η συρρικνωμένη παραγωγική της βάση. Μπορεί να είναι δίκαιο και να ανακουφίσει άπαξ τα δημοσιονομικά, αλλά είναι φορολογία υπάρχοντος πλούτου και όχι παραγωγή νέου.
Αλλά και η κυβέρνηση βολοδέρνει εντός, εις Παρισίους και επί τα αυτά. Ο βασικός της στόχος είναι ο ίδιος με το ΣΥΡΙΖΑ: «Απαλλαγή από το Μνημόνιο». Ο δεύτερος είναι «η έξοδος στις αγορές». Το Μνημόνιο εκ των πραγμάτων τελειώνει, αλλά μένουν οι υποχρεώσεις του για πρωτογενή πλεονάσματα και απομείωση του χρέους στο 120% τού ΑΕΠ μέχρι το 2022. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, τα νέα μοιάζουν καλά: το ελληνικό επιτόκιο για τα δεκαετή ομόλογα ήταν χθες 5,5%.
Παραμένει όμως ακόμη πολύ υψηλότερο από όλων των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, όπως της Γερμανίας (0,98%), της Γαλλίας (1,32%), της Ισπανίας (2,12%) κ.ά.. Ακόμη και η Πορτογαλία δανείζεται με μιάμιση μονάδα φθηνότερα (3,08%).
Το πρόβλημα, πάντως, με την «έξοδο στις αγορές», που συνθηματολογεί η κυβέρνηση, δεν είναι μόνο ότι θα την πληρώσουμε ακριβά· σε σχέση, φυσικά, με το επιτόκιο δανεισμού των εταίρων που είναι περίπου 1,5%. Είναι πως και το «χαμηλό» 5,5% των αγορών το οφείλουμε στην τρόικα. Όσοι θέλουν να επενδύσουν σε ελληνικά κρατικά ομόλογα κοστολογούν χαμηλότερα το ρίσκο, επειδή ακριβώς ξέρουν ότι οι εγχώριες κυβερνήσεις δεν μπορούν να σπαταλήσουν όπως τον «παλιό καλό καιρό» και συνεπώς, τα λεφτά τους είναι καλύτερα διασφαλισμένα.
Εκτός αυτού, η αξιολόγηση των αγορών δεν έχει «σούξου, μούξου, μανταλάκια», ούτε πολιτική διαπραγμάτευση, όπως γίνεται τώρα με τους εταίρους. Οι επενδυτές διαμορφώνουν τα επιτόκια αξιολογώντας στεγνά τα δεδομένα.
Με δεδομένη, δε, την προηγούμενη ελληνική χρεωκοπία, η αξιολόγηση είναι πολύ πιο αυστηρή σε σχέση με τις άλλες χώρες.
Δηλαδή, το επιχείρημα που είπαν διάφοροι υπουργοί στο Παρίσι, π.χ. «αν εφαρμόσουμε αυτά που ζητάτε, θα πέσει η κυβέρνηση και θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ», δεν πιάνει στις ανώνυμες αγορές.
Είναι αναγκαίο για τη χώρα να χαράξουν στρατηγική για την επόμενη μέρα και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση. Έστω για να διαφωνήσουν επί της ουσίας και όχι με συνθήματα του στυλ «εσείς καταστρέφετε τη χώρα» ή «όχι, εσείς θα καταστρέψετε τη χώρα»...
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Καθημερινή», 10 Σεπτεμβρίου 2014.)