
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, λεωφόρος Β. Σοφίας, 79. Κολωνάκι. Ισόγειο. Στο φανάρι για να στρίψω αριστερά, βλέπω την παρέα στην είσοδο να με περιμένει. Έχω αργήσει. Παρκάρω στην ευθεία του νοσοκομείου σχετικά εύκολα. Όπως κατηφορίζω για την έκθεση θυμάμαι τους στίχους του ποιητή: «Το φθινόπωρο μπήκε στο σπίτι σα γυναίκα που κρατούσε μια αναμμένη λάμπα». Μια μέρα μετά την πορεία του Πολυτεχνείου, ο καιρός κάνει σημειωτόν σε ένα γλυκό φθινόπωρο…
Ο εκθεσιακός χώρος είναι μια ωραία έκπληξη, ύστερα από την αστική αριστοκρατική αυλή της πολυκατοικίας. Τρίτη απόγευμα, η φίλη και εικαστικός Νίκη Ελευθεριάδη έχει εγκαίνια σε μία ακόμη έκθεσή της και είμαστε εκεί να την τιμήσουμε, φίλοι, γνωστοί, μυτιληνιοί και πάσης προελεύσεως λάτρεις της τέχνης της. Αυτή τη φορά η Νίκη παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη συλλογή από ζωγραφισμένα κεραμικά και κεραμίδια, στο γνώριμο ύφος της «απλοϊκής» (naive) τεχνικής της.
Γυρνώντας στις αίθουσες με ένα ποτήρι ξηρό κρασί από το catering του Δειπνοσοφιστήριου (της εταιρείας που έχει την ευθύνη των εστιατορίων μερικών από τα πιο εμβληματικά ελληνικά μουσεία της Αθήνας) εντοπίζω κρεμασμένα σε τοίχους με τη γνώριμη υψηλή αισθητική κομμάτια που παρατηρούσα τα τρία ή τέσσερα τελευταία χρόνια να στολίζουν γωνιές από το αρχοντικό στην Πέτρα ή το καλαίσθητο σπίτι της Νίκης στο κέντρο της Αθήνας, να ασφυκτιούν τυλιγμένα σε πλαστικό και να φιγουράρουν στις φωτογραφίες του τάμπελ της. Κεραμικά καμωμένα στη Σάμο, στην Πέτρα, εμπνευσμένα από τοπία και χρώματα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, συμπληρωμένα στην Αθήνα, με το έμπειρο χέρι της καλλιτέχνιδος που ξέρει να αποτυπώνει το προσωπικό της ύφος, χωρίς να επαναλαμβάνεται βαρετά.
Ανάμεσα στα νέα και στα κουτσομπολιά, στις τυπικές χειραψίες και στις καινούριες γνωριμίες, περιεργάζομαι από διαφορετικές αποστάσεις τον τοίχο με τα εξαιρετικά κεραμικά στο χρώμα της ώχρας, που με παραπέμπουν σε «προτινή» κεραμική, των αρχών του περασμένου αιώνα, δεν είναι όμως. Εικόνες που ζωντανεύουν στη μνήμη την ιδιαίτερη πατρίδα, το φως, τις σκιές της που ξυπνούν τις μυρωδιές και τους ήχους της, αναμνήσεις από σκιερά μεσημέρια σε γνώριμα κατατόπια και συναισθήματα ασφάλειας, γαλήνης και ηρεμίας, αυτά με κυριεύουν, όσο συνειδητοποιώ πόσο εξοικειωμένη είμαι με τις δημιουργίες της Νίκης.
Για όποιον γνωρίζει τις καταβολές της Νίκης, δεν είναι έκπληξη η ώριμη στροφή στην κεραμική: Μεγάλωσε, τριγυρισμένη από την πλούσια συλλογή κεραμικής του πατέρα της, Τάκη Ελευθεριάδη πρώτα και του συλλέκτη συζύγου της Πέτρου Βέργου στη συνέχεια. Καθόλου τυχαία την έκθεση πλαισιώνουν τσανακαλιώτικα κεραμικά της συλλογής Βέργου, στο ράφι της ιματιοθήκης, στις ποδιές των παραθύρων, σε ανύποπτες γωνιές της έκθεσης. Όλα δεμένα, ενιαία ώστε να υπογραμμίζουν την ευστοχία, με την οποία μια ζωγράφος που δεν υπήρξε λαϊκή, τουλάχιστον όχι με την ταπεινή σημασία της έννοιας, αποδίδει πιστά τη λαϊκή παράδοση.
Η έκθεση που εγκαινιάστηκε στις 19/11 ολοκληρώνεται στις 19/1. «Πολλά εννιάρια και πολλοί άσσοι» σκέφτομαι. Για την αρμονία του χρόνου; Τυχαία επιλογή; Ή ένα άθροισμα που σε σοφιστικά μαθηματικά δίνει άριστα δέκα, υποδηλώνοντας αυτοπεποίθηση ή συνθέτοντας ένα φυλαχτό για καλή τύχη. Δεν ρωτώ. Συνεχίζω να περιηγούμαι, μιλώντας με γνωστούς και φίλους, ποζάροντας στον φακό και απολαμβάνοντας τον χώρο.
Το Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή ενδείκνυται ως ο κατεξοχήν κατάλληλος εκθεσιακός χώρος για τη naive ζωγραφική, την οποία θεράπευσε η Έφη Μιχελή, όπου μια μεγάλη συλλογή από έργα της συγκεκριμένης τεχνικής φόρμας έχουν βρει καταφύγιο από την εποχή ακόμη που αμφισβητούνταν ως καλλιτεχνικά δημιουργήματα.
Αργά το βράδυ διασχίζουμε την κατάφυτη αυλή του Ιδρύματος, αφήνοντας στο κεφαλόσκαλο την ψιλόλιγνη φιγούρα της Νίκης να δέχεται παραγγελίες για κεραμίδια ζωγραφισμένα, για να τοποθετηθούν σε ένα εξοχικό. Η νύχτα είναι γλυκιά, το καφέ στο Πάρκο Ελευθερίας έχει κλείσει. Τρυπώνουμε για ένα ποτό πίσω από το Χίλτον, καθώς η ρέμβη της τέχνης δίνει τη σκυτάλη στην καθημερινή πραγματικότητα που καιροφυλακτεί.