Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το ότι πολλοί εξ ημών, προβεβηκότες την ηλικίαν, συνηθίζουμε να νοσταλγούμε και να μακαρίζουμε τη φτώχεια της παλιάς εποχής, δεν σημαίνει ότι θα θέλαμε να ξαναγυρίσουν εκείνα τα χρόνια.
Απεναντίας θα’ πρεπε να είμαστε ευγνώμονες για το πόσο έχει καλυτερέψει η ζωή μας και οικονομικά και θεσμικά και τεχνολογικά, και να παραδεχτούμε ότι όλο αυτό που συντελέστηκε ήταν ένας εθνικός άθλος, αν σκεφτούμε ότι η κύρια εξαγωγική μας δραστηριότητα είναι σήμερα τα … ηλιοβασιλέματα.
Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι καλύτερες μέρες που ζει όλη η υφήλιος, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, οφείλονται στους απαράβατους και αυτόματους κανόνες του καπιταλισμού και επιπροσθέτως στην πίστη στη δημοκρατία.
Πριν όμως από πενήντα-εξήντα μόλις χρόνια τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Και μπορεί η περιορισμένη και υποτυπώδης τότε τεχνολογία να μας απέτρεπε (γράφε προφύλασσε) από το να κάνουμε ανόητες σπατάλες και μόνιμους ρύπους, ωστόσο υπήρχε ανέχεια και φτώχεια πικρή.
Θυμάμαι χαρακτηριστικές εικόνες και θα’ θελα να τις ζωντανέψω στο χαρτί, μήπως και τις διαβάσουν κάποιοι που πετάνε σήμερα αφόρετα παπούτσια και ρούχα και ολόκληρες πίτσες στους κάδους των απορριμμάτων.
Ήταν τόση η λαχτάρα μας να γευτούμε τα σύκα, τα ξινόμηλα, τις νερένιες αχλάδες (γνωστές ως κοντούλες) και όλους τους πρωτολάτες των τοπικών φρούτων, που δεν μας ένοιαζε να δαγκώσουμε μαζί και κανένα σκουληκάκι.
Κάθε καλοκαίρι, όπως μετρούσαμε τα μπάνια στη θάλασσα, έτσι μετρούσαμε και κείνα τα πρωτόγονα παγωτά χωνάκια, τα οποία σπανίως ανέβαιναν σε διψήφιο αριθμό όλη τη σεζόν.
Όταν ερχόταν στα βραδινά νυχτέρια φίλοι και γείτονες στο σπίτι, εμείς οι μικροί παίζαμε κάτω από τα τραπέζια της κουζίνας, και μόλις αυτοί καληνύχτιζαν και έφευγαν βγαίναμε από κάτω και σκοτωνόμασταν ποιος θα πάρει τα πιο πολλά μεζεδάκια από αυτά που τυχόν είχαν περισσέψει απ’ τους καλεσμένους.
Αυτό σημαίνει ότι δεν ήμασταν ποτέ χορτάτοι και ποτέ δεν απολαμβάναμε πλούσια γεύματα, αν και αυτά τα γεύματά μας διατηρούσαν τον αμόλυντο και αυθεντικό χαρακτήρα της φύσης, που σήμερα είναι περιζήτητος έως άγνωστος.
Τα καλοκαίρια κείνο το πρωτόγονο ψυγείο του πάγου φιλοξενούσε και κάποιο καρπούζι.
Ιερή η στιγμή στο τέλος του φαγητού το επιδόρπιον κόψιμο και η διανομήτου καρπουζιού.
Μόλις τρώγαμε το κομμάτι μας τα παιδιά, αρπάζαμε την άδεια κούνια του φρούτου και με τα κουτάλια ξύναμε με βουλιμία ό,τι είχε περισσέψει.
Στην αρχή λίγο κόκκινο και μετά το άσπρο του καρπουζιού μέχρι να φανεί η πράσινη φλούδα.
Τότε επενέβαινε -κάπως θυμοσοφικά- ο πατέρας να μας φρονιμέψει:
-Δεν ντρέπεστε! Φάγατε και του γαϊδουριού το κισμέτ;!
Πράγματι, όλα τότε υπάκουαν σε μια αδήριτη νομοτέλεια, ακόμα και το φαϊ, τι θα φάμε εμείς, τι θα περισσέψει για τις κότες, και ποια κούνια του καρπουζιού περίμενε η καλοκάγαθη Βαϊτσα στο κατώι να’ναι το κισμέτ και η τύχη της ….
Αργότερα μεγαλώσαμε.
Αρχίσαμε να πηγαίνουμε και στον καφενέ, στον καφενέ από όπου μας ξετρύπωνε ο χωροφύλακας όταν έπιανε καμιά φωτιά στα γύρω δάση (όπως τώρα, «κακή» ώρα), και μας έβαζε στη λίστα των ενεργών πυροσβεστών με τα πενιχρά πλην σοφά μέσα της εποχής: τσάπα και τσεκούρι.
Σήμερα καθόμαστε όλοι μπροστά στις τηλεοράσεις, σαν τον Ξέρξη στο Αιγάλεω, και κοιτάμε τα καναντέρ να πέφτουνε.
Τότε το φτωχό κράτος μάς υπενθύμιζε -έστω διά της βίας- ότι η σωτηρία του γύρω κόσμου ήταν πρωταρχική υπόθεση του καθενός!...