Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Α΄ Μέρος
Η αξία της πατρίδας και η αγάπη γι’ αυτή είναι από τα πιο παλιά φανερώματα της ελληνικής ζωής. Ο Όμηρος βάζει τον Οδυσσέα να λέει πως «δεν υπάρχει τίποτε πιο γλυκό από την πατρίδα και τους γονείς, κι ας ζει κανείς μέσα σε πλούτη μακριά στην ξενιτιά» (Οδύσσεια ι, 34-36: Ως ουδέν γλύκιον της πατρίδος ουδέ τοκήων /γίγνεται, είπερ και τις απόπροθι πίονα οίκον/γαίη εν αλλοδαπή ναίη). Ο ίδιος ποιητής βάζει τον Έκτορα να δηλώνει πως «ο πιο καλός οιωνός είναι να αγωνίζεται κανείς για την πατρίδα» (Ιλιάδα Μ 243: Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης) και πως «δεν είναι ντροπή να πεθαίνει κανείς υπερασπιζόμενος την πατρίδα του» (Ιλιάδα Ο 496: Ουκ αεικές αμυνομένω περί πάτρης τεθνάμεν). Αργότερα, ο ποιητής Τυρταίος διακήρυξε πως «είναι ωραίο ο γενναίος άνδρας να πεθάνει για την πατρίδα πολεμώντας στην πρώτη γραμμή (Ελεγεία 8: Τεθνάμεναι γαρ καλόν ενί προμάχοισι πεσόντα/ άνδρ’ αγαθόν περί η πατρίδι μαρνάμενον). Και ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής στην Αντιγόνη του υπογραμμίζει με το στόμα του Κρέοντα την αξία και την ανωτερότητα της πατρίδας λέγοντας πως «όποιος νομίζει πως ένα άλλο οποιοδήποτε φιλικό πρόσωπο είναι ανώτερο από την πατρίδα, αυτόν καθόλου δεν τον λογαριάζω» (στ. 182-183: Και μείζον’ όστις αντί της αυτού πάτρας/ φίλον νομίζει, τούτον ουδαμού λέγω). Και ο Περικλής στον περίφημο Επιτάφιό του θεωρεί τον θάνατο για την πατρίδα «κάλλιστον έρανον», δηλαδή την πιο σημαντική προσφορά, ενώ ο Σωκράτης διατύπωσε ως υπέρτατο νόμο της φυλής μας το περίφημο «και από τη μητέρα και από τον πατέρα και από όλους τους άλλους προγόνους το πιο πολύτιμο πράγμα και το πιο σεμνό και ιερό κι ανώτερο είναι η πατρίδα, και στην κρίση των θεών και στην κρίση των ανθρώπων που διαθέτουν μυαλό» (Κρίτων 51 a: Πατρός τε και μητρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστιν η πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσιν).
Η θυσία για την πατρίδα, η ελευθερία της, η τιμή της κι η αξιοπρέπειά της θεωρήθηκε για πρώτη φορά αναγκαιότητα από τους αρχαίους Έλληνες. Σήμερα η αξία αυτή κάτω από την επίδραση των κοσμοπολίτικων κηρυγμάτων που διοχετεύονται από πολλές πηγές αλλά και κάτω από τα διδάγματα της σύγχρονης άνευρης και αφελληνισμένης εκπαίδευσης έχει χάσει τη σημασία της και έχει ξεθωριάσει, όπως έχουν ξεθωριάσει και πολλές άλλες αξίες που στήριξαν στο παρελθόν το μεγαλείο του έθνους μας. Αναρωτιέται κανείς πώς θα αντιδρούσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, αν έβλεπαν την κακομεταχείριση που βίωσε η πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια όχι μόνο από τους ξένους, αλλά και από τους ίδιους τους Έλληνες* αν έβλεπαν πως η Ελλάδα χωρίς τιμή και αξιοπρέπεια περιερχόταν την Ευρώπη εκλιπαρώντας και ζητιανεύοντας. Η κατάσταση θυμίζει την εποχή πριν από την Επανάσταση του 1821, τότε που η χώρα μας «έβγαινε κρυφά να γυρεύει εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά» και έκανε τον Εθνικό μας ποιητή, τον Σολωμό, να γράψει στον Ύμνο του: «Μοναχή το δρόμο επήρες, /Εξανάλθες μοναχή*/Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,/ Εάν η χρεία τες κουρταλεί»(στρ.10).
Οι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας συμπεριφέρθηκαν απέναντί μας, όπως συμπεριφέρονταν και τότε. Εμείς, όμως, τι κάνουμε; Αδιαφορούμε ή αντιδρούμε με απεργίες, καταλήψεις και άλλες παράνομες ενέργειες στην προσπάθεια των κυβερνώντων να περισώσουν ό τι μπορεί να σωθεί. Κι ο λόγος είναι ότι ποτέ στη χώρα μας, παρόλη την προσπάθεια που καταβάλλει η παιδεία μας, δεν επικράτησε το λεγόμενο «κοινωνικό» ή «πολιτειακό ιδεώδες», αυτό που διδάσκει πως η ευτυχία του ατόμου βρίσκεται μέσα στην ευτυχία του συνόλου και πως το άτομο πρέπει να θυσιάζει το ατομικό στο γενικό καλό. Ποτέ στη χώρα μας το άτομο δεν ένιωσε «πολίτης». Στην αρχαιότητα όλη η πολιτική και η ηθική φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αλλά και των άλλων διανοουμένων, σ’ αυτό απέβλεπε: πώς να μπορέσουν οι άνθρωποι να ασκήσουν σωστά το δημόσιό τους έργο ως πολίτες για την ωφέλεια της πόλης, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου, όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, είτε είναι άρχοντες είτε είναι αρχόμενοι* πώς να πιστέψουν πως το άτομο δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλά στην Πολιτεία.
Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, οι πολίτες είχαν συνειδητοποιήσει τότε αυτή την αρχή, ότι μόνο αν η Πολιτεία είναι ισχυρή, είναι και οι πολίτες ισχυροί* ότι ο ατομικισμός που είχαν καλλιεργήσει οι σοφιστές μετά τους Περσικούς πολέμους δεν οδηγεί πουθενά* ότι κάθε πολίτης πρέπει να μάθει να άρχεται, να υπακούει στους νόμους και να υπηρετεί την Πολιτεία. Την αλήθεια αυτή είχε διατυπώσει ο Περικλής σε μια ομιλία του λέγοντας: « Γιατί εγώ πιστεύω πως μια πόλη που ευτυχεί ως σύνολο μπορεί να ωφελήσει πιο πολύ τους πολίτες παρά εάν ευτυχεί όσον αφορά καθένα από τους πολίτες χωριστά, αλλά ως σύνολο δυστυχεί* γιατί ένας άνθρωπος που ευτυχεί ως άτομο, αν καταστραφεί η πατρίδα, πολύ περισσότερο καταστρέφεται και ο ίδιος, αν όμως δυστυχεί ως άτομο μέσα σε μια ευτυχισμένη πολιτεία, πολύ περισσότερο διασώζεται» (Θουκ. ΙΙ 60, 2-3: εγώ γαρ ηγούμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ορθουμένη ωφελείν τους ιδιώτας ή καθ’ έκαστον των πολιτών ευπραγούσαν, αθρόαν δε σφαλλομένην* καλώς μεν γαρ φερόμενος ανήρ το καθ’ εαυτόν διαφθειρομένης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχών δ’ εν ευτυχούση πολλώ μάλλον διασώζεται).
Την ίδια φιλοσοφία συνήθιζαν να εκφράζουν οι αρχαίοι λογοτέχνες και διανοούμενοι με την παρομοίωση της Πολιτείας με ένα πλοίο. Η παρομοίωση αυτή με την αλληγορική της σημασία είχε γίνει συνηθισμένη φόρμουλα στην αρχαία ελληνική ποίηση, πράγμα που έκανε τον Αριστοφάνη να πει πως «πάντα οι ποιητές συνηθίζουν να παρομοιάζουν τις πόλεις με πλοία» (Σφήκες 29: αεί οι ποιηταί τας πόλεις πλοίοις παραβάλλουσιν). Η παρομοίωση αυτή υποδηλώνει πως, αν το πλοίο- Πολιτεία αρμενίζει με βεβαιότητα και ασφάλεια, τότε και οι επιβάτες -πολίτες χαίρονται το ταξίδι. Αν βυθιστεί το όλο που είναι το πλοίο-Πολιτεία, τότε συμπαρασύρονται στο βυθό και οι επιβάτες -πολίτες. Αυτό έκανε τον Σοφοκλή να πει στην Αντιγόνη πως «(η πατρίδα) είναι αυτή που σώζει και, όταν πλέουμε πάνω σε αυτή, ενώ στέκεται ορθή, κάνουμε τους φίλους» (στ. 189-190: ήδ’ εστίν η σώζουσα και ταύτης έπι/ πλέοντες ορθής τους φίλους ποιούμεθα). Σήμερα, δυστυχώς, οι Έλληνες είναι πλούσιοι, αλλά η Ελλάδα είναι φτωχή, ή, για να το πούμε καλύτερα, λίγοι Έλληνες έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους υπέρογκα πλούτη με την ανοχή και τη συνενοχή των πολιτικών και «καλοπερνούν», ενώ η πλειοψηφία των Ελλήνων υποφέρει και αγωνιά για το μέλλον της πατρίδας. Το στομάχι -δημόσιο ταμείο είναι άδειο με αποτέλεσμα τα μέλη του σώματος-πολίτες να υποφέρουν.