Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Βιάστηκαν οι ονοματοθέτες του κορονοϊού -δεν γνωρίζω αν ήταν επιστήμονες από τον σχετικό χώρο ή φιλόλογοι- να τον ονομάσουν έτσι, προφανώς από το σχήμα του.
Εάν πάντως μπορούσαν να προφητεύσουν τα αποτελέσματά του και την όλη συμπεριφορά του μαζί με τις μεταλλακτικές του δυνατότητες, θα έπρεπε να τον βαφτίσουν «νέμεση».
Ήρθε πράγματι σαν αμείλικτος τιμωρός και σαν αποκατάσταση μιας στρεβλής και ξεχειλωμένης πραγματικότητας.
Μας έστρεψε δια της βίας προς μια απομόνωση που φαντάζει καταρχάς ανθρωποκτονική αλλά που λειτουργεί και σαν ένα θερμοκήπιο εσωτερικότητας και αυτογνωσίας που είναι το μέγα φιλοσοφικό ζητούμενο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Είναι γεγονός ότι η πολυασχολία, οι επιπόλαιες συνευρέσεις και ο ασθμαίνων ρυθμός της καθημερινότητας δεν μας επέτρεπαν μέχρι σήμερα να σπουδάσουμε τον εαυτό μας κατά το αρχαίο παραγγελτικό «γνώθι σαυτόν».
Στοιβιάζαμε αδιάβαστα βιβλία στις βιβλιοθήκες και ασήμαντες «επαφές» στις λίστες της ηλεκτρονικής μας αλληλογραφίας.
Τώρα με τους περιορισμούς είδαμε το σπίτι με άλλο μάτι και όχι σαν απλό κατάλυμα. Βρήκαν ακόμα το χρόνο να μας χαίρονται παιδιά και ιδίως τα εγγόνια, γεγονός και πεδίο τεράστιο της λανθάνουσας παιδαγωγικής.
Βρήκε επίσης πεδίο εφαρμογής και δικαίωσης και η ηλεκτρονική τεχνολογία με την άυλη και την μακρόθεν επικοινωνία.
Η πανδημία έβαλε και τον αχαλίνωτο τουρισμό σε δεινή δοκιμασία.
Φαντάζουν πια μακρινό παρελθόν οι ελαφρές και ανυποψίαστες εποχές που μας βομβάρδιζαν οι Τράπεζες για τα τουριστοδάνεια, να γυρίσουμε τον κόσμο ολάκερο προτού καν γυρίσουμε το τετράγωνο του σπιτιού μας.
Γιατί όπως λέει και η σοφή ετυμολογία, «τουρισμός» είναι ο γύρος του κόσμου, από το γαλλικό tour που είναι το ταξίδι, κι αυτό από το λατινικό tornus που δεν είναι άλλο από τον ελληνικό «τόρνο», το εργαλείο των ξυλουργών που σχηματίζει κύκλους, όχι μόνο των λέξεων αλλά και της ίδιας της ζωής.
Ίσως το μεγάλο ταξίδι να ήταν και το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός, όπως μας διαβεβαιώνουν οι ποιητές μας, όμως έτσι αναγκαστήκαμε με οδυνηρό πράγματι τρόπο να «ανακαλύψουμε» και τα σπουδαία και αισθαντικά ταξίδια του νου και της μάνας μνήμης.
Η πανδημία, με τους εμβολιαστές να διαμερίζονται τις αγωνίες και τα κουφάρια των εμβολιαζομένων, μας ξαναζωντάνεψε το δόγμα κατά το οποίο όλα είναι χρήμα, και φυσικά όχι με την αρχαία έννοια.
Πάντως ο βαρύτερος πέλεκυς της πανδημίας ήταν αυτός που μας ξαναθύμισε το χρυσό μέτρο και τον παραμελημένο, και για πολλούς αξιοκατάκριτο, «χρυσό» κυνισμό.
Είχαμε σχεδόν φτάσει στο αμερικανικό ακροθίνιο της α-νοησίας να αλλάζουμε το αυτοκίνητο επειδή γέμισε το τασάκι αποτσίγαρα!
Τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης είναι, σήμερα που μιλάμε, υπό εξαφάνισιν, και δεν είναι καθόλου περίεργο τη στιγμή που τα σπίτια μας έχουν πλημμυρίσει τόσα χρόνια από αφόρετα παπούτσια, πουκάμισα, φορέματα και τσάντες.
Αυτή η ακραγαντινική πολυτέλεια, η μανία μας δημαδή να μαζεύουμε περιττά πράγματα που δεν προφταίνουμε να τα ζήσουμε και να τα χαρούμε σ’ αυτό το βεληνεκές της ζωής -και μάλιστα πέραν των οικονομικων μας δυνατοτήτων- συνιστά θανάσιμο αμάρτημα εκ των επτά, και μάλιστα σύνθετο, καθότι συνδυάζει «πλεονεξία» και «υπερηφάνεια».
Εκείνο μόνο που δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να μας διδάξει η πανδημία εμάς τους Έλληνες είναι η λελογισμένη χρήση των τροφίμων.
Κάθε μέρα πολιορκούμε τα σουπερμάρκετ. Το έχουμε βρει παιχνίδι.
Άκουγα προχθές στις ειδήσεις ότι οι Έλληνες είμαστε στην «περίοπτη» πέμπτη (!) θέση διεθνώς στο κρίσιμο θέμα της σπατάλης και της αδικαιολόγητης απόρριψης τροφίμων, τη στιγμή μάλιστα που τα τρόφιμά μας είναι τα ακριβότερα από όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες και πλούσιες χώρες.
Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να ευχηθούμε να μη ξανάρθουν μπαρουτοκαπνισμένες εποχές που οι μανάδες μας «παντρεύανε» τη χθεσινή φακή με το ρύζι ....