Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Αργά το βράδυ, περασμένες εννιά, μπαίνω στο σπίτι. Τα ρούχα της εβδομάδας πάνω στον καναπέ μπερδεμένα με χειμωνιάτικα από το καθαριστήριο που δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω και όσα μάζεψα από την απλώστρα και δεν σιδέρωσα. Ακόμη.
Το ψυγείο άδειο. Λιώνω ντοματίνια που ανακάλυψα σε μια κεραμική κούπα σε καυτό λάδι με σκόρδο και προσθέτω μισή κούπα μανέστρα, ξεχασμένη σ’ ένα ντουλάπι και ένα κομμάτι φέτα. Στην περίπτωση που κάποιος βαυκαλίζεται ότι είμαι καλή νοικοκυρά!
Αράζω ύστερα από ένα καυτό μπάνιο στον φαρδύ καναπέ, ανοίγω τον υπολογιστή και πέφτω πάνω στην είδηση της αποδημίας της. Τη θυμάμαι τα τελευταία χρόνια στα μαύρα από μακριά να μας χαιρετά με ένα χαμόγελο που τόσο δύσκολα ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό της. Πρόσωπο σκαμμένο από τη σκληρή δουλειά. Από παιδί τη θυμάμαι να εργάζεται ακατάπαυστα. Αυτοδημιούργητη, οικονόμα, σοβαρή. Παλιά, καλή νοικοκυρά, ήξερε να κερδίζει χρήματα, ήξερε και να τα τοποθετεί κατάλληλα. «Έκανα καταντιά με δύο χέρια» την άκουγα να μας λέει συχνά - πυκνά. Με την κόρη της μεγαλώσαμε μαζί. Σ’ ένα κρεβάτι διαβάζαμε. Είχαμε σαν κοριτσάκια όνειρα μεγάλα, ανεδαφικά. Φανταζόμασταν να μεγαλώνουμε, να σπουδάζουμε, να γινόμαστε ανεξάρτητες, να δουλεύουμε, να κάνουμε οικογένεια, να ταξιδεύουμε, να έχουμε χρήματα. «Φτάσαμε και στο προκείμενο» την άκουγα να μονολογά. «Να στρωθείτε να διαβάσετε και να αφήσετε τα χάχανα και τις ματιές πίσω από την κουρτίνα στον δρόμο. Ή γαμπροί έχ’ ή πανεπιστήμιο» «Και γιατί να μην έχει κι απ’ τα δύο;» τη ρωτούσα με αναίδεια. «Έλα μέσα, γιατί τώρα θα πάρω τη μάνα σου τηλέφωνο να ρθει να σε περιλάβει και σένα. Ιστορία διαβάζετε ή τα παλικάρια που περνούν βλέπετε; Ελάτε να φάτε την ομελέτα σας και θα πάτε μέσα να διαβάσετε».
Μας είχε στα ώπα- ώπα! Έτσι έλεγε και έτσι ήταν μάλλον. Δεν της περνούσε από το μυαλό η ιδέα ότι θα δουλεύαμε. Απλή γυναίκα, σταράτες κουβέντες, δούλευε και ήθελε να προσφέρει τα πάντα, για να γίνουν τα παιδιά της επιστήμονες, για να ζήσουν καλύτερα από τη βιοπάλη που ακολούθησε εκείνη. Με απόλυτη επιτυχία ασφαλώς!
Αυστηρή γυναίκα! Δωρική! Με αρχές! Δυναμική, απόλυτη, κυριαρχική. Σαν τη δική μου τη μάνα. Αφεντικό στο νοικοκυριό της. Ηθική, περήφανη, κυρία! Δεν ήξερε πολλά γράμματα. Ούτε η μάνα μου γνώριζε. Είχαν εμπειρία στη ζωή. Τις τρέμαμε και οι δυο. Προσπαθούσαμε να τις ξεγελάσουμε. Δεν πιστεύω να τα καταφέραμε: «Λοιπόν εγώ τώρα φεύγω αλλά το καλώδιο από το τηλέφωνο το έβγαλα και το παίρνω μαζί μου». «Με νεκρό τηλέφωνο θα διαβάσουμε, βρε μαμά;» «Δεν διαβάζουν με το τηλέφωνο, παιδί μου. Επειδή δεν έχει τηλέφωνο, δεν θα τηλεφωνείτε στους νεαρούς και θα φυλλομετρήσετε τίποτα. Ε, δεν μπορώ να μείνω να σας φυλάγω. Μεγάλες κοπέλες είστε». Πέφταμε με τα μούτρα στο ίδιο το βιβλίο, με την καρδιά καμένη. Οι επικοινωνίες με τα φλερτ ματαιώνονταν. Ούτε από το δικό μου σπίτι μπορούσαν να υλοποιηθούν. Υπήρχε άλλος κέρβερος εγκατεστημένος εκεί. Που μάλιστα διεκδικούσε να πάρει ανά πάσα στιγμή το βιβλίο της Ιστορίας στα χέρια του και να ελέγξει την πρόοδό μας. Οι Ιουλιέτες, δυστυχισμένες, μελετούσαν και οι Ρωμαίοι παρέμεναν σε αναμονή! Με διαλείμματα: «Περιοδικά ξεφυλλίζετε, αγάπη μου; Να πω εγώ τι είναι μόδα: Ένα πλεχτό καλάθι να πηγαίνετε στις ελιές».
Τα χρόνια πέρασαν, μεγαλώσαμε, οι παρατηρήσεις δεν σταμάτησαν: Επίκαιρες πάντα: Για τις διασκεδάσεις στο γειτονικό χωριό, για τα χρήματα που ξοδεύαμε, για την επιπόλαιη ανεμελιά μας, λεπτομέρειες, εύστοχες… λόγια αγάπης, ενδιαφέροντος αλλά και αδέκαστης κριτικής. Μια γυναίκα από εκείνες τις παλιές, που λιγόστεψαν μέσα στη ζωή μας παίρνοντας μαζί της και αυτές τις άγαρμπες όσο και αυθεντικές εκδηλώσεις ανησυχίας και αγωνίας για το μέλλον μας που από παιδιά παλεύαμε να ξεφορτωθούμε και μεγαλώνοντας ασυναίσθητα αναζητήσαμε συχνά, γιατί μας έλειψαν. Όπως θα μας λείψει κι αυτή στο ταξίδι που ξεκίνησε.