Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μεγαλώνω φαίνεται και με πιάνουν υπερευαισθησίες.
Με ένα έργο δραματικό, με μια τραγωδία δίπλα μου συγκινούμαι πλέον ευκολότερα.
Είναι, σκέφτομαι, κι αυτό ένα στοιχείο που το βρίσκουμε και στον ρομαντισμό, αυτό το τεράστιο καλλιτεχνικό και πνευματικό ρεύμα που κυριάρχησε στην Ευρώπη από την εποχή του Βολτέρου και του Λαμαρτίνου μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα.
Ο Ρομαντισμός ήταν μια (αναγκαία) γέφυρα ανάμεσα στον κλασικισμό και τον ρεαλισμό και ξεχείλισε από φαντασία, συναισθηματισμό, ρεμβασμό και παράλληλα αγωνία να κατακτήσει το ιδανικό και το απραγματοποίητο.
Παίρνει τα θέματά του από τα γνωστά πεδία της φύσης, του θανάτου, του έρωτα, της πατρίδας, της θρησκείας.
Με τον Βίκτορα Ουγκό έφτασε το 1830 στο αποκορύφωμά του.
Ο Ουγκό κατέχει περίλαμπρη θέση στη χορεία των φιλελλήνων της επαναστατημένης Ελλάδας.
Μπορεί να άργησε να εκδηλωθεί, μπορεί να μην έχυσε το αίμα του όπως άλλοι, όμως είχε την Ελλάδα στην πνευματική του έγνοια μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μου τον θύμισε τις προάλλες ο μεγάλος Ιταλός ελληνιστής Λουί Γκοντάρ σε μια συγκινητική του συνέντευξη στην ελληνική τηλεόραση.
Γεννημένος στο Βέλγιο, αρχαιολόγος, ασχολήθηκε με την αποκρυπτογράφηση του δίσκου της Φαιστού και με το παλάτι του Νέστορος στην Πύλο, από δε το 2016 είναι πρόεδρος της διεθνούς επιτροπής για τον επαναπατρισμό των γλυπτών του Παρθενώνα.
Ανέφερε με πολλή συγκίνηση και σε άπταιστα ελληνικά την κεντρική ιδέα του ποιήματος του Β. Ουγκό με τίτλο «Το Ελληνόπουλο».
Ο Βίκτορ Ουγκό επηρεάστηκε καταρχάς από τη μαγεία των ταξιδιωτικών οδοιπορικών του Σατοβριάνδου και συγκλονίστηκε από το Μεσολόγγι και τον θάνατο του Άγγλου ομότεχνού του Λόρδου Βύρωνα.
Περί το τέλος της Επανάστασης και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1828, σε ηλικία 26 ετών και επηρεασμένος από τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που είχε εκδώσει προ τριετίας ο Κάρολος Φοριέλ, ο Ουγκό γράφει μια συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο «Ανατολικά» στα οποία συμπεριλαμβάνονται 6 ή 7 ποιήματα για την κατάσταση στον ελλαδικό χώρο.
Μέσα εκεί υπάρχει το ποίημα «Ελληνόπουλο» διαδραματισμένο μετά τη σφαγή της Χίου στις 30 Μαρτίου 1822, ένα εξαίρετο δείγμα ρομαντικής ποίησης όπου προεξάρχει η γλυκιά ιδέα της πατρίδας και η συγκινητική υποχρέωση του καθήκοντος της ελευθερίας, ακόμα και από την άδολη παιδική ηλικία.
Ιδού το τέλος του ποιήματος, σε ωραία μετάφραση του Κωστή Παλαμά:
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει
κι ένα άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει δε σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγει;
Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες απ’ όλα τ’ αγαθά
τούτα; Πες! Τ’ άνθος; Τον καρπό; Θες το πουλί; Διαβάτη
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτη θέλω, να!!
Ένα μικρό παιδί που προτιμάει την ελευθερία από τα παιχνίδια του είναι η πιο μεγάλη ελπίδα, η πιο μεγάλη παρακαταθήκη για ένα έθνος που θέλει να επιβιώσει.