Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Αργά το απομεσήμερο μια παρέα παλιών συμφοιτητών βρέθηκε να τα πίνει εκτάκτως στην αυλή ενός μικρού συνοικιακού καφενείου, κάτω από τη σκιά ενός πλάτανου που είχε τα διπλά χρόνια από τους θαμώνες! Πολυπολιτισμική η γειτονιά, γύρω τους διάβαιναν όλες οι φυλές του κόσμου, με μηχανάκια και πεζοί, βιαστικοί και αραχτοί, με σακούλες και σακίδια, με ευθύνες ή σε αναζήτηση ευθυνών- νέοι, γέροι, μαθητές και πιτσιρίκια περνούσαν μπροστά από την υπαίθρια σύναξη, κάνοντας εικόνα τη σκέψη όλων: ο κόσμος γυρίζει εμείς τον παρατηρούμε - ή μήπως ο κόσμος τρέχει, όλα κι όλοι γυρίζουν γύρω μας και εμείς χαλαροί και ανάλαφροι φιλοσοφούμε….
Εκείνο το καλοκαιρινό (ακόμα) μεσημέρι ενός Νοέμβρη που δεν έλεγε να χειμωνιάσει και να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό του, οι παλιοί συμφοιτητές έπιναν αβέρτα και θυμόταν τα παλιά: Τον καθηγητή των Λατινικών που κλεινόταν στο ασανσέρ και φώναζε «auxilio», όλοι καταλάβαιναν αλλά κανείς δεν τον χώνευε και συνεπώς δεν έσπευδε να τον απεγκλωβίσει. Για τον καθηγητή των Αρχαίων που διακριτικά φλέρταρε όλες τις εμφανίσιμες φοιτήτριες, ελπίζοντας κάποια να τον κοιτάξει στοργικά και να τον συντροφεύσει στο μέσο βασίλειο της ηλικίας του - («Είχατε τελικά ανατροφή, δεν τους κοιτούσατε τους μεγάλους και φτασμένους, με συνομήλικους μπλέκατε» έπεσε το σχόλιο, για να πάρει την πληρωμένη απάντηση «Και να πού καταντήσαμε»!). Για τις εκδρομές στα νησιά πριν τις εξετάσεις του πτυχίου. Για την εξεταστική του Σεπτεμβρίου που όποιος ερχόταν αδιάβαστος καθόταν στο κέντρο και τσιμπούσε από τις κόλλες των διπλανών με την υποχρέωση να ξεπληρώσει κάποιον από την ομάδα σε επόμενο μάθημα, στο οποίο θα ήταν διαβασμένος. Για τον συμφοιτητή που είχε πάντα φάρδος στην εξεταστική, αυτό που διάβαζε, αυτό έπεφτε και σήμερα τους μάζεψε όλους εκεί, γιατί είχε γίνει σύμβουλος και αξιολογούσε. Για τις εμφανίσεις την ημέρα της ορκωμοσίας- μα γραβάτες ήταν αυτές; Για τα χτενίσματα των κοριτσιών!
Όσο το ποτό βοηθούσε, τόσο λυνόταν η γλώσσα και η συζήτηση προχωρούσε σε πιο δύσκολα θέματα: για τα όνειρα που είχαν τα μέλη της παρέας αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Για τις απογοητεύσεις της πρώτης νιότης! Για τις κατακτήσεις που χάρισε η ζωή! Για όνειρα που έγιναν πραγματικότητα. Για τις διαψεύσεις, κυρίως γι’ αυτές που σχετίζονταν με σχέσεις ζωής! «Τι σημαίνει, κύριοι, «σχέση ζωής»;» είπε και σηκώθηκε όρθιος. «Είμαι λίγο πριν τα πενήντα πέντε, δεν γνωρίζω αν θα τα φτάσω, δεν γνωρίζω και να την ορίσω». «Πίνω στις απορίες της ωριμότητας του βίου μας, συνάδελφε» τον ακομπανιάρισε ο παλιός συνδικαλιστής της παρέας. «Ενόψει της καταιγίδας «Αλέξης» που επελαύνει στα σαββατοκύριακα και στις πεποιθήσεις μου, αδυνατώ να ορίσω και την παράταξη της ζωής μου». «Μη σκας» επανήλθε ο πρώτος «Μια ζωή θυσίες για τη Μαίρη, μαζί από φοιτητές, τέσσερα παιδιά, φοιτητές πια αυτά τώρα, η Μαίρη αλλού και εγώ ζευγάρι με τη Γωγώ, δεκαπέντε χρόνια νεώτερη, αλλά με αγαπάει και με φροντίζει. Μου μαγειρεύει, ρε παιδιά, να φανταστείτε. Τόσος έρωτας κι αν μου μαγείρεψε μία φορά η Μαίρη!» «Πίνω στην ευχή να βρεις μια γυναίκα κάποτε να της μαγειρεύεις και να τη φροντίζεις εσύ» εισέπραξε. «Και να θέλει να τη φροντίζεις» συμπλήρωσα δειλά. «Γέρασα δεν έχω άλλες αντοχές για χίμαιρες, μετά τα πενήντα όλοι αποζητούμε την Καπούη μας. Ασφάλεια και αποδοχή» απάντησε και έδειχνε ευτυχισμένος. «Το έκανα μικρός, το μετάνιωσα, ήταν άδικο και για το έτερον ήμισυ» διέκοψε η ωραία της παρέας. «Στη γωνία ύστερα από μερικά χρόνια με περίμενε…» «Ο έρωτας;» «Ο εαυτός μου».
Μιλήσανε για στεγαστικά δάνεια, για παράλληλες εργασίες, για ατέλειωτα διδακτορικά, για αρρυθμίες, χαπάκια για τη χοληστερίνη, για ανεβασμένο ζάχαρο, για θέατρο, για τη «Φόνισσα» που παίζεται στη μεγάλη οθόνη, για το σεξ. Ο πλάτανος τους προστάτευε. Τους έκρυβε όσο έπρεπε. Γύρω τους ο κόσμος άλλαζε. Νύχτωνε. Ψύχραινε. Δεν άντεχαν άλλο. Σηκώθηκαν.