Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το τέλος του Ιανουαρίου ε. έ. το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπέβαλε στη Βουλή πρόταση «μομφής» ή «δυσπιστίας», όπως λέγεται, με την οποία ζήτησε να άρει αυτή την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση. Βέβαια, κανείς δεν κατάλαβε, εννοώ πολίτης, γιατί ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ κατέφυγε σε αυτή την πρόταση, από τη στιγμή που ο ίδιος γνώριζε πως το εγχείρημά του ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, γιατί, από τη μια, ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των 151 βουλευτών που, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, απαιτείται για την υπερψήφιση μιας τέτοιας πρότασης και, από την άλλη, αχρήστευε ένα όπλο που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ξανά ο ίδιος πριν περάσουν έξι μήνες.
Λέχτηκε πως σκοπός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να «στριμώξει» τον πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του και κάποιοι μάλιστα πολιτικοί αναλυτές ισχυρίζονται πως το πέτυχε. Εμένα, όμως, η όλη μεθόδευση μου έφερε στο νου τον Πρόλογο του «Υπέρ αδυνάτου» λόγου του Λυσία. Ένας πονηρός, όπως φαίνεται, ανάπηρος Αθηναίος είχε κατορθώσει να ξεγελάσει το δημόσιο και να λάβει σύνταξη αναπηρίας. Κάποιος, όμως, Αθηναίος τον κατήγγειλε και υποστήριξε πως «ο αδύνατος» δεν είναι πραγματικά αδύνατος και δεν αξίζει τη σύνταξη που παίρνει. Ο πονηρός, λοιπόν, Αθηναίος-ή, μάλλον, ο Λυσίας που του έγραψε τον λόγο, αρχίζει την απολογία του λέγοντας «πως χρωστά ευγνωμοσύνη στον κατήγορο που τον οδήγησε σε αυτό τον δικαστικό αγώνα, γιατί προηγουμένως δεν είχε καμιά αφορμή να λογοδοτήσει για τη ζωή του, ενώ τώρα βρήκε». Και συμπληρώνει πως «θα προσπαθήσει με τον λόγο του να δείξει πως ο αντίπαλος του λέει ψέματα, ενώ ο ίδιος μέχρι αυτή τη στιγμή έχει ζήσει μια ζωή που είναι πιο πολύ άξια επαίνου παρά ψόγου». Θαρρώ πως και ο κ. Μητσοτάκης βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για το έργο της κυβέρνησής του και να δείξει πως αυτό αξίζει πιο πολύ τον «έπαινο» παρά τον «ψόγο».
Βέβαια, η συζήτηση αυτή ακολούθησε την «πεπατημένη». Τα κόμματα έδωσαν την εντύπωση πως, σαν τις ομάδες των οπαδών των ποδοσφαιρικών ομάδων, πήγαν στη Βουλή μετά από πρόσκληση όχι για να πληροφορήσουν τον ελληνικό λαό ή να τον εγκαρδιώσουν ή να ομονοήσουν και να λύσουν τα προβλήματά του, αλλά για να τσακωθούν. Γιατί η συζήτηση έγινε με ύφος εριστικό, διχαστικό, προσβλητικό και αγενές. Το μοτίβο ήταν το ίδιο: το «εμείς» και οι «άλλοι». Από εδώ είμαστε «εμείς», οι ικανοί, οι φιλάνθρωποι, οι σωτήρες, οι ανιδιοτελείς, αυτοί που δε νοιάζονται για τις θέσεις, αλλά αγωνίζονται για το καλό της πατρίδας, αυτοί που «θέλουν και μπορούν» κ.λπ. και από εκεί είναι «οι άλλοι», οι ανίκανοι, οι επικίνδυνοι, οι καταστροφικοί, οι αδιάφορου, αυτοί που «ούτε θέλουν ούτε μπορούν», αυτοί που ενδιαφέρονται μόνο για τα συμφέροντα των ισχυρών και τα δικά τους κ.λπ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά όλα τα κόμματα ισχυρίστηκαν πως έχουν το μαγικό ραβδί που μπορεί να εξαλείψει ως διά μαγείας όλα τα προβλήματα του ελληνικού λαού «εν μια νυκτί», αυτοί που καλλιεργούν το ευρώδεντρο και μπορούν να μοιράζουν αφειδώς χρήματα στους πολίτες και να λύνουν τα οικονομικά τους προβλήματα. Το δυστύχημα είναι πως κανένα κόμμα, αλλά και κανένας βουλευτής δεν παραδέχεται το μαγικό ραβδί και το πρόγραμμα του άλλου κόμματος. Έτσι, μέσα στη Βουλή διεξάγεται ένας πόλεμος «όλων προς όλους» και από ένα τέτοιο πόλεμο δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτε το καλό!
Ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε την αποτυχία του κρατικού μηχανισμού τουλάχιστον όσον αφορά την αντιμετώπιση του χιονιά και ζήτησε μάλιστα «συγγνώμη» γι’ αυτή την αποτυχία. Και είναι αυτό κάτι σπάνιο στην πολιτική ζωή του τόπου μας. Η ιστορία δείχνει πως, όταν υπάρξει μια αποτυχία, όλοι ζητούν να ακούσουν κάποια συγγνώμη από τους υπεύθυνους. Και αν δεν την ακούσουν ξεσηκώνονται, επαναστατούν και φωνάζουν. Το ίδιο, όμως, έγινε και στην περίπτωση που ο πρωθυπουργός με τον πιο επίσημο τρόπο ζήτησε συγγνώμη από τους πολίτες που υπέφεραν πραγματικά εκείνες τις δύσκολες μέρες. Όμως και αυτό προσπάθησαν να το υποβαθμίσουν τα άλλα κόμματα. Μίλησαν για «υποκρισία», για «προσχηματική» συγγνώμη, για «επικοινωνιακά τεχνάσματα κ.λπ. Φαίνεται πως πιο δύσκολο πράγμα είναι στη χώρα μας να δεχτεί κάποιος τη συγγνώμη του άλλου παρά να την πει! Εξάλλου, λέχτηκε πως «από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο»! Μια τέτοια όμως στάση, από όπου και αν προέρχεται, προκαλεί στους πολίτες αηδία, θλίψη , αγανάκτηση και οργή, γιατί βλέπει πως οι εκπρόσωποί τους στο κοινοβούλιο δεν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Οι πολίτες θέλουν τα κόμματα να τα χαρακτηρίζει μια σχέση αντιπαλότητας και συναγωνισμού, όχι σχέση εχθρότητας και ανταγωνισμού. Το «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» δεν αρμόζει σε μια γνήσια δημοκρατία.
Όλοι γνωρίζουν πως μια κυβέρνηση, ακόμη και η καλύτερη, σε κάποιες περιπτώσεις θα κάνει λάθη και στο τέλος θα κριθεί και με βάση αυτά τα λάθη. Η αλεπού είναι έξυπνη, αλλά είναι εξυπνότερος αυτός που την πιάνει. Κι αυτός είναι ο λαός. Το να κατηγορεί κανείς την κυβέρνηση , οποιαδήποτε κυβέρνηση, να αρνείται τα πάντα και να μη βλέπει τίποτε το καλό σε αυτή είναι υποκρισία και υπερβολή. Ακούγοντας όλα όσα καταμαρτυρούσαν τα κόμματα στην κυβέρνηση όσον αφορά τα προβλήματα της οικονομίας και της ακρίβειας, της υγείας, της παιδείας, του μεταναστευτικού, ακόμη και της εξωτερικής πολιτικής σκέφτηκα το διήγημα του Βλαχογιάννη που τιτλοφορείται « Έτσι ήτανε». Κάθε χρόνο στο Μεσολόγγι γιόρταζαν την Έξοδο. Ένας παππούς που είχε λάβει μέρος στην Έξοδο κειτόταν μια τέτοια μέρα στο κρεβάτι ανίκανος να κινηθεί. Ο εγγονός του τον παρακινούσε και του έλεγε πως «περνά η Έξοδος» και δεν πρέπει να είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ο γέρος σηκώθηκε και ακολούθησε την πομπή. Πήγε εκεί που γίνονταν οι εκδηλώσεις και είδε ένα κουστουμαρισμένο και περιποιημένο πολίτη να βγάζει λόγο και να κάνει πιο πολύ επίδειξη της ρητορικής του δεινότητας παρά να περιγράφει και να παρουσιάζει τα ιστορικά γεγονότα. Αγανάκτησε ο γέρος και φώναξε «Δεν ήτανε έτσι» και αποχώρησε.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να αντιδράσει και κάποιος αμερόληπτος κριτής αυτών που διαδραματίστηκαν αυτές τις μέρες στη Βουλή. Πολλοί βουλευτές πήραν τον λόγο. Μερικοί μιλούσαν από στήθους, άλλοι κρατούσαν κάποια σημειώματα και τα συμβουλεύονταν και άλλοι διάβαζαν τα κείμενα, πότε πότε με δυσκολία, που είχαν γράψει οι ίδιοι ή τους τα είχαν γράψει άλλοι. Όλοι, όμως, συμφωνούσαν σε κάτι: προσπαθούσαν να κάνουν επίδειξη της ρητορικής τους δεινότητας και χρησιμοποιούσαν φράσεις κλισέ, λόγο συνθηματικό, σοφιστικές εκφράσεις, γλώσσα εντυπωσιασμού που πιο πολύ μπέρδευε παρά πληροφορούσε τον λαό. Και πάνω από όλα όλοι επικαλούνταν τον λαό και υποστήριζαν πως είναι με το μέρος τους, λες και όλοι είχαν διενεργήσει το δικό τους δημοψήφισμα και είχαν ανιχνεύσει τη θέληση του ελληνικού λαού.
Όπως συμβαίνει και μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, τα κόμματα έκαναν τον απολογισμό τους. Η διαπίστωση ήταν ίδια για όλα τα κόμματα: ότι από τη συνεδρίαση αυτή βγήκαν κερδισμένα. Δεν ξέρω αν τα κόμματα κέρδισαν, είναι όμως βέβαιο πως ο λαός έχασε…