Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Στο Α΄ Μέρος του άρθρου μου αναφέρθηκα στην περιπέτεια στην οποία υποβλήθηκαν και ακόμη υποβάλλονται τα «Μάρμάρα του Παρθενώνα». Αλλά, όπως είπαμε, αυτή είναι η κακοδαιμονία των έργων τέχνης. Ας σκεφτούμε την κακοποίηση που υπέστησαν για διάφορους λόγους, ιδιαίτερα στη Βυζαντινή εποχή, τα ποιήματα της Σαπφούς, με αποτέλεσμα σήμερα να διασώζεται μόνο το 1/20 του συνολικού της έργου και αυτό αποσπασματικό. Στο Β΄ Μέρος του άρθρου μου θα αναφερθώ σε ένα άλλο ιστορικό προηγούμενο που αφορά την περιπέτεια ενός αγάλματος της μεγάλης Λέσβιας ποιήτριας, της Σαπφούς.
Το άγαλμα αυτό το είχε φιλοτεχνήσει ο Σιλανίων που είχε ζήσει στην Αθήνα τον 4ο αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα χάλκινο άγαλμα της Σαπφούς που δεν σώζεται, φαίνεται όμως πως ήταν το καλύτερο έργο του Σιλανίωνα που τον καθιέρωσε ως σπουδαίο γλύπτη στον χώρο του. Το άγαλμα αυτό της διάσημης ποιήτριας αποτελούνταν από το σώμα της και από μια βάση πάνω στην οποία ήταν γραμμένο ένα πολύ φημισμένο ελληνικό επίγραμμα και θαυμαζόταν στις Συρακούσες, στην πόλη όπου η ποιήτρια είχε ζήσει μερικά χρόνια εξόριστη, εξαιτίας της τρικυμιώδους πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε τότε στη γενέτειρά της, τη Λέσβο. Ένα είναι βέβαιο, πως το άγαλμα του Σιλανίωνα εξέφραζε το ανώτερο, το πιο υψηλό και ευγενικό ιδανικό της ελληνικής γλυπτικής τέχνης. Ο Κικέρων παρουσιάζει το άγαλμα αυτό σαν «τέλειο, κομψό και με λεπτότητα επεξεργασμένο» (Verrινε Orations, 2.4.57.126 ff : opus tam perfectum, tam elegans, tam elaboraτum) Το χάλκινο άγαλμα της ποιήτριας κοσμούσε το Πρυτανείο της πόλης των Συρακουσών, αν και δεν είμαστε βέβαιοι για τον ακριβή ρόλο, δημόσιο ή πολιτικό, που έπαιζε αυτό. Το άγαλμα, πάντως, υπενθύμιζε ότι η πόλη των Συρακουσών κάποτε είχε προσφέρει άσυλο στη φημισμένη ποιήτρια από τη Λέσβο και ότι οι κάτοικοί της είχαν κάποια δικαιώματα στην παγκόσμια φήμη της.
Το άγαλμα αυτό απέσπασε από τη βάση του και το μετέφερε στη Ρώμη ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Σικελίας Βέρρης (71-73 π.Χ.). Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως πήρε στην κατοχή του αυτό το άγαλμα μαζί με πολλά άλλα ελληνικά έργα τέχνης με νόμιμο τρόπο και κινούμενος από ένα πνεύμα σεβασμού ή θαυμασμού προς αυτά ή από τη διάθεση να προβάλει δημόσια στη Ρώμη την ελληνική τέχνη. Φέρθηκε δηλαδή, όπως φέρθηκε αργότερα ο Έλγιν όσον αφορά τα «Μάρμαρα του Παρθενώνα».
Ήρθε όμως ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων να ξεσκεπάσει τα κίνητρα του Βέρρη. Στο έργο του με τίτλο Verrine Orations ο Κικέρων κατηγορεί τον Βέρρη για κλοπή, για πλιάτσικο, για αρπαγή και λεηλασία έργων τέχνης σε μαζική έκταση. Τον κατηγορεί ότι απομάκρυνε τη Σαπφώ όχι σαν νόμιμη λεία σε εμπόλεμη περίοδο, αλλά από απληστία και για προσωπικούς σκοπούς* ότι λήστεψε δημόσια πολιτιστική περιουσία της πόλης των Συρακουσών και των συμμάχων των Ρωμαίων για την προσωπική προβολή του ή για τη δημιουργία μιας εντύπωσης μορφωμένου και πολιτισμένου θιασώτη της υψηλής τέχνης * πως χρησιμοποίησε το χάλκινο τρόπαιο της Σαπφούς ως μέσο για την ικανοποίηση της ευρείας πείνας του για τιμή και δύναμη.
Ο Κικέρων κρατά απόσταση από τον «ανυπόληπτο» Βέρρη και τον παρουσιάζει ως αρνητικό σύμβολο μιας ρωμαϊκής κουλτούρας της οικειοποίησης/ σφετερισμού ξένης περιουσίας , ως έναν άνθρωπο που κινείται από ένα πάθος, μια πείνα να δημιουργήσει μια ιδιωτική συλλογή για τον εαυτό του, για προσωπική ευχαρίστηση. Τον κατηγορεί για ένα υπερβολικό και άρρωστο πάθος για την ελληνική τέχνη και καταδικάζει αυτόν για αρπακτική διάθεση Ο Βέρρης. σύμφωνα με τον Κικέρωνα, είναι τόσο «διεφθαρμένος», που περιφρόνησε τη δημόσια ταυτότητα του αγάλματος και το είδε σαν ένα απλό ωραίο γυναικείο σώμα, που εύκολα θα μπορούσε να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί στην ιδιωτική του κατοικία και όχι σαν μια φημισμένη ποιήτρια.
Ο Κικέρων υποστηρίζει πως η απομάκρυνση του αγάλματος της διάσημης ποιήτριας από τον δημόσιο χώρο της τιμής στερεί από το μελλοντικό ακροατήριο την ευκαιρία να έρθει σε επικοινωνία με το μνημείο και βρίσκει την ευκαιρία να κατηγορήσει τον Βέρρη για παρερμηνεία και κακή χρήση των έργων τέχνης. Με την απομάκρυνση της Σαπφούς από τον δημόσιο χώρο του Πρυτανείου οι Συρακούσες έχασαν ένα μνημείο υπερήφανης στιγμής της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Το άγαλμά της μεγάλης ποιήτριας θα μπορούσε να θεωρηθεί μια οπτική έκφραση του πολιτισμού της τέχνης που ήταν τόσο διαδεδομένη στην ελληνιστική εποχή. Μια τόσο φημισμένη εργασία τέχνης συνέβαλε στην δημόσια ταυτότητα της πόλης και οι Συρακούσιοι ποτέ δεν θα μπορούσαν οικειοθελώς να αποξενωθούν από αυτό.
Ο Κικέρων εστιάζει κυρίως στο γεγονός πως ο Βέρρης άφησε πίσω τη βάση στην οποία στηριζόταν το άγαλμα και έφερε την κατατοπιστική επιγραφή για τον ρόλο που έπαιζε αυτό στο Πρυτανείο. Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Βέρρης το έκανε αυτό. Βέβαια η βάση ήταν λίγο βαριά για μεταφορά, αλλά ενδεχομένως θεωρήθηκε πως αυτή ήταν κάτι ασήμαντο και πως δεν είχε καλλιτεχνική αξία. Ο Κικέρων λέει πως ο Βέρρης άφησε πίσω τη βάση ή γιατί προσποιούνταν ότι είναι πεπαιδευμένος, αλλά στην πράξη δεν μπορούσε να διαβάσει τα ελληνικά γράμματα και γι’ αυτό τα άφησε σαν άχρηστα, ή γιατί θέλησε σκόπιμα να κρύψει την προέλευση του αγάλματος, να το απομακρύνει από την αρχική του θέση και να καταστήσει ιδιωτικό ό τι δημιουργήθηκε αρχικά για δημόσια επίδειξη. Η επιγραφή έδινε μια εικόνα και ένα κείμενο που οδηγούσε τον θεατή να το κατανοήσει. Προσέφερε «πιστοποιητικό καταγωγής και προέλευσης»: το όνομα του δημιουργού, την ευκαιρία δημιουργίας του ή αφιέρωσής του, την ταυτότητά του και ενδεχομένως άλλες πληροφορίες σχετικές με το έργο. Ένα άγαλμα χωρίς τη επιγραμμένη βάση του δεν είναι πλήρες από φυσική άποψη και αυτή η έλλειψη πληρότητας επιτρέπει στον θεατή να αλλάξει το νόημά του ανατοποθετώντας το, ξαναερμηνεύοντάς το και αλλάζοντας την ταυτότητα και το βαθύτερο νόημά του. Με λίγα λόγια, ο Κικέρων τονίζει την ηθική και πολιτική απρέπεια των ενεργειών του Βέρρη.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς πως το άγαλμα της Σαπφούς έζησε μια περιπέτεια παρόμοια με την περιπέτεια των «Μαρμάρων του Παρθενώνα». Η διαφορά είναι πως το άγαλμα εξαιτίας των περιπετειών του έχει χαθεί, ενώ τα «Μάρμαρα του Παρθενώνα» υπάρχουν και διεκδικούν την επιστροφή τους. Ας ελπίσουμε πως και αυτά θα επιστρέψουν κάποτε στην πατρίδα τους και το άγαλμα της Σαπφούς θα βρεθεί, όπως βρίσκονται ακόμη και σήμερα νέα ποιήματά της.