Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Γιορτινή πόλη, ημέρα καθημερινή, αργά το βράδυ, λίγο πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Εισιτήρια συναυλίας στο ΠΑΛΛΑΣ κλεισμένα από τον Σεπτέμβριο, η πόλη φορά τα γιορτινά της, η αυλαία ανοίγει: «Ξένος για σένανε κι εχθρός» τραγουδά ο Γιώργος Νταλάρας με φωνή βαριά, τα χρόνια έχουν περάσει, του φαίνονται. Είμαι και πάλι απέναντί του. Αισθάνομαι πως εμένα κοιτά, όταν τραγουδά «σκότωσέ με», όπως πριν τριάντα χρόνια στο κινηματοθέατρο Αττικόν μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε μια συναυλία που δισκογραφήθηκε. Μεσοβδόμαδα συναυλία και ξενύχτι έχει άλλη χάρη! Μια αθώα συνωμοσία λαθρεπιβατών της καθημερινότητας εξυφαίνεται στα θεωρεία και στην πλατεία. Ο κόσμος τραγουδά, σωπαίνει, ακούει, θυμάται, ονειρεύεται. Είναι η δύναμη της μουσικής που κρατά μακριά τα τελώνια των προθεσμιών, των ανοιχτών λογαριασμών και των χαμένων εργατοωρών πάνω σε υπολογιστές και σημειώσεις. Δώδεκα χρόνια πριν οι «Χειμερινοί Κολυμβητές» σε μια απίστευτη συναυλία μας είχαν κρατήσει στους πρόποδες του Κολωνακίου ως τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες. Εκείνο το βράδυ τα πράγματα ήταν λίγο πιο περίπλοκα.
«Τα σπίτια με μωσαϊκά» και το «βενζινάδικο», η Μελίνα και τα μάρμαρα, η γελοιογραφία του Αρκά έρχονταν και μπλέκονταν γλυκά κι απόκοσμα. Ωραία χρόνια! Ιδανικά και οράματα, αγώνες και ευαισθησίες, μια «εφηβεία επιεικής που γίνεται πενήντα και βάλε» και συνεχίζει να αιθαιροβατεί. Υπάρχουν πάντα, πάντα θα υπάρχουν οι στιγμές της διάψευσης, όταν απρόσμενα σε μια βραδιά απολογισμού ένα όνειρο θα αποδειχτεί άνθρακας, όταν τίποτα δεν θα αντέξει τις αχτίδες του ήλιου που ανατέλλει και φωτίζει την αλήθεια της ζωής, ποιος νοιάζεται όμως; Ένας ακόμη χρόνος περιμένει να τελειώσει: «Έρωτά μου, τώρα, πληγωμένε μου αητέ, στάχια είμαστε στου κόσμου τα αλώνια»! Χορεύουν, τραγουδούν, τόσα χρόνια χορεύουμε και τραγουδούμε, με δάκρυα, με αλλεγκρία, με λογισμό και με όνειρο, καθένας με ό, τι έχει και με ό, τι μπορεί.
«Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα», «Αν μας αντέξει το σκοινί θα φανεί στο χειροκρότημα», «μη μου θυμώνεις, μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα», «κι αν σε θέλω κι αν με θέλεις τίποτα δεν βγαίνει»…. Παρατηρούμε γύρω τον κόσμο. Ντόπιοι, γκάγκαροι Αθηναίοι, κομψές κυρίες, ζευγάρια από την επαρχία που επισκέπτονται αυτήν την περίοδο την Αθήνα για τα καθιερωμένα check up…. Φυσικά ξεχωρίζουν: από την επιτηδευμένη κομψότητα, από την ανάγκη να είναι πολύ περιποιημένοι, από το βαρύ μαύρο παλτό, από τα παπούτσια, παιδιά μεγαλωμένα στην επαρχία είμαστε, γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Το πρωί για τεστ κοπώσεως το βράδυ στην Πρωτοψάλτη! Ποιος το λέει ότι δεν πρέπει να ρουφάς τη ζωή ως το μεδούλι;
Λίγο πριν τις δώδεκα η συναυλία τελειώνει. Οι καλλιτέχνες μεγάλωσαν, το κοινό γέρασε, ή μήπως φταίνε οι νέες νόρμες, να προλάβουμε το μετρό, γιατί το ταξί ακρίβυνε; Ψάχνουμε το αυτοκίνητο, παρκαρισμένο νομιμότατα παρακαλώ στις αρχές της Πλάκας, στον δρόμο πίσω από το παλιό κτίριο του Υπουργείου Παιδείας στη Μητροπόλεως. Η περιοχή είναι γεμάτη μπαράκια και κινέζικα εστιατόρια. Η ώρα δεν έχει ακόμη πάει δώδεκα. Ο καιρός είναι καλός. Έχει ζέστη. Σχεδόν ζέστη! Τρυπώνουμε πίσω από μεγάλες τζαμαρίες, δοκιμάζουμε κρύα ποικιλία σούσι και παγωμένο λευκό κρασί. Αυτό λέγεται εξευρωπαϊσμός της γιαπωνέζικης κουζίνας. Πίνουμε, γελάμε και τραγουδάμε. Μας ακούω να λέμε μέχρι τα κάλαντα. Η παρέα έχει κέφια. Τα γκαρσόνια γελούν διακριτικά. Δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα μας, συναισθάνονται την ευφορία μας όμως. Σχεδόν τη σέβονται! Είναι να μην το κάνεις, όταν εκδηλώνεται τόσο αυθόρμητα; Η συζήτηση γυρίζει ξανά στα μάρμαρα του Παρθενώνα. Κι μ’ αυτά τελειώνει. Θα γυρίσουν; Αμφίβολο. Ήταν μια επιτυχία όλο αυτό; Τελικά μάλλον ήταν, δεν ξέρω όμως πόσο βοηθά τον τελικό στόχο. «Γαλάζιο γύψο η οροφή και τα τακούνια μου καρφί»- πού είναι εκείνη η λατρεμένη δεκαετία του ενενήντα; Πόσο μακρινή μοιάζει; Εϊ, Άη Βασίλη! Εσύ που όλα τα μπορείς, ρίξε μου κάτι από τη γοητεία της στην καμινάδα!