Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η μάνα μου υπήρξε λάτρης του χωριού της. Με τόσο φανατισμό που ήταν αδύνατον να την πείσεις όχι να μετεγκατασταθεί αλλά ακόμη και να πάει μια σύντομη εκδρομή. Ιούλιος μήνας, ανήμερα της Αγίας Κυριακής η οικογένεια είχε επισκεφτεί τη χάρη της φερώνυμης εκκλησίας στο Πετρί. Ύστερα από τη λειτουργία οικογενειακή φίλη μάς πρόσφερε ένα αναψυκτικό στο εξοχικό της με θέα την Πέτρα. Η συντροφιά επαινούσε τη θέα, θαύμαζε το τοπίο, η μάνα μου παρέμενε σιωπηλή, πράγμα ασυνήθιστο γι’ αυτήν. Τρεις εβδομάδες αργότερα, η οικογένεια ανηφόρισε σε γειτονικό χωριό να προσκυνήσει τη χάρη της Αγίας Παρασκευής. Απολαμβάναμε το ποτό μας σε καφενείο διάσημο για τη θέα του προς τη θάλασσα. Όλοι εκθείαζαν την ομορφιά του κάμπου, των σπιτιών, της αμμουδιάς. «Και πού την είδατε την παραλία από δω;» άκουσα ξαφνικά τη φωνή της μάνας μου, δωρική, αυστηρή, τηλεγραφική, απόλυτη. «Εκεί κάτω, βρε γυναίκα» προσπάθησε να τα μπαλώσει ο πατέρας μου. «Εκεί κάτω ξυπνούμε και κοιμόμαστε κάθε μέρα. Άμα λοιπόν είναι τόσο ωραία εκεί κάτω, γιατί δεν με αφήσατε εκεί, παρά με φέρατε εδώ πάνω να θαυμάζω από δω πάνω το εκεί κάτω;» τόνισε μία - μία τις λέξεις που επαναλάμβανε, σήκωσε το ποτήρι της, κατέβασε μονορούφι το υπόλοιπο περιεχόμενο και σηκώθηκε : «Και του χρόνου με υγεία» ευχήθηκε. Ξέραμε ότι φεύγαμε. Ήταν οριστικό.
Φοιτήτριες, όταν γυρίζαμε για τις διακοπές του Πάσχα στο χωριό, παίρναμε με την ξαδέρφη μου το αυτοκίνητο του θείου και πηγαίναμε κάθε μεσημέρι Μεγάλου Σαββάτου από τον παραλιακό δρόμο της Εφταλούς στη Σκαμνιά για να πιούμε ούζα και να κόψουμε νωρίτερα την επιβεβλημένη νηστεία. Γυρίζαμε αργά, ίσα-ίσα ώσπου να ετοιμαστούμε για να ανεβούμε στην Παναγιά να αναστήσουμε. Με περίμενε στην πόρτα του σπιτιού, με τα χέρια στη μέση και το πρόσωπο σφιγμένο: «Δεν είχαμε φαγητό στο σπίτι μας να φάτε;» «Εκδρομή κάνουμε» απαντούσα, όσο πετούσα τα ρούχα στο χολ, για να χωθώ στο μπάνιο. «Και έχει πιο όμορφο μέρος από εδώ, παιδί μου; Γιατί είστε ανόητες νέα κορίτσια. Δηλαδή δεν θέλετε να μένετε στον τόπο σας; Λες και ζείτε μόνιμα εδώ και προλάβατε να βαρεθείτε».
Κάθε φορά που άκουγα το κήρυγμα χαμογελούσα διακριτικά. Τα χρόνια πέρασαν, δυστυχώς πολύ γρήγορα, έφτασα σχεδόν στην ηλικία που είχε η μάνα μου, όταν με λοιδορούσε για τις εξορμήσεις μου στο νησί. Είναι καιρός που έχω σταματήσει να την απαξιώνω και να χαμογελώ μέσα μου σε βάρος της. Οι φίλοι μου λένε ότι δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να δεχτώ πρόσκληση να φύγω από το χωριό, στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών. Πέρσι κάναμε διακοπές μαζί με παλιά συμμαθήτρια. Ήρθε «οργανωμένη» με φιλοξενούμενους και αυτοκίνητο. Κάθε απόγευμα λάμβανε χώρα η ίδια σκηνή: Τηλέφωνο : «Αύριο λέμε να πάμε… Θα έρθεις;» «Όχι». «Γιατί;» «Δεν θέλω» «Βαριέσαι» «Δεν θέλω». «Θέλεις να πάμε κάπου αλλού να έρθεις και συ;» «Είμαι εκεί που θέλω. Δεν χρειάζεται να πάω πουθενά αλλού». Κάθε φορά εκείνο το «εκεί» χτυπούσε περίεργα στ’ αυτιά μου. Δεν ξέρω αν όσο μεγαλώνουμε τόσο περισσότερο γινόμαστε πιστά αντίγραφα των γονικών προτύπων. Δεν ξέρω πόσο το γονικό πρότυπο μας διαμορφώνει, ξέρω ότι τη συμμαθήτριά μου δεν την είδα καθόλου εκείνο το καλοκαίρι. Όταν συναντηθήκαμε στην Αθήνα, επέμενε να μάθει αν με ενοχλούσε η παρουσία κάποιου από τους καλεσμένους της. Απάντησα αρνητικά. «Δεν καταλαβαίνω. Εσύ ψοφάς για ταξίδια και για εκδρομές». Αλήθεια είναι. Αλλά η Αθήνα δεν μου λείπει ποτέ. Είναι το χωριό που έχει ριζώσει μέσα μου. Νιώθω να το στερούμαι. Αδυνατώ να το εγκαταλείψω. Δυσκολεύομαι να ξυπνήσω το πρωί και να μην αγναντέψω τα νησιά και τη θάλασσα από το μπαλκόνι. Δε χρειάζομαι να δω, να θυμηθώ, να γευτώ τίποτα περισσότερο. Αρνούμαι. Φαντάζομαι από κάπου τη μάνα μου μέσα της να χαμογελά, όταν το ακούει._