Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Λείπουν από τη νυχτερινή ζωή της πόλης, το έχω ξαναγράψει: τα ρεμπετάδικα, τα μαγαζιά με ζωντανή ελληνική μουσική, τα μπουζούκια. Όλα μαζί και το καθένα χωριστά. Προφανώς δεν υπάρχει η κατάλληλη αγορά και ο κόσμος να τα υποστηρίξει. Κάποια ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου φιλοξενεί συχνά - πυκνά γνωστός χώρος συνεστίασης, λίγο πιο έξω από την πόλη. Ευτυχώς! Τα νυχτερινά μαγαζιά αυτού του είδους ξετυλίγουν σε κοινή θέα το κοινωνιογράφημα της τοπικής κοινωνίας ατόφιο : Μεγαλοαστοί, οπαδοί φανατικοί του καλλιτέχνη, νεόπλουτοι, παρέες εφήβων, γυναικοπαρέες, λαϊκοί τύποι καλοστεκούμενοι οικονομικά, μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, νεολαία που έρχεται παρεμπιπτόντως ύστερα από ξενύχτι, διανοούμενοι (ω, ναι!), πρόσωπα του δημόσιου βίου, πρόσωπα που κάνουν ό, τι καλύτερο μπορούν να παραμείνουν δημόσια πρόσωπα, παρέες που κατεβαίνουν από τα χωριά, όλες και όλοι δίνουν το παρόν σε ανάλογες θέσεις, με αντίστοιχες κρατήσεις, παραγγελίες και ενδυματολογικές επιλογές.
Είναι απίστευτη η επιρροή που ασκεί ο δημοφιλής καλλιτέχνης, όταν εμφανίζεται: Ένα ωραίο, νέο παιδί, ξεσηκώνει με μία μάλλον μέτρια ερμηνευτικά φωνή το πλήθος και ενεργοποιεί τον διονυσιασμό τους: «Σηκώστε τα χέρια. Πάμε να κάνουμε το κύμα της Μυτιλήνης» προστάζει : Δάσκαλοι, γιατροί, επιχειρηματίες, μεροκαματιάρηδες, αυτόματα ανταποκρίνονται σαν υπνωτισμένοι. Οι νεότεροι με μεγαλύτερο πάθος. Το κύμα σηκώνεται πιο ψηλά από αυτό άλλων νησιών. Τα ακριβά μπουκάλια σερβίρονται με βεγγαλικά (αλίμονο να μη σερβίρει το κατάστημα τη βότκα moet με την ανάλογη εντύπωση, τόσο που τη χρεώνει!). Στην εφήμερη λάμψη τους ικανοποιείται μια ματαιοδοξία τυλιγμένη σε ακριβά αρώματα, επώνυμα ρούχα, μυρωδιές πούρου, αλλά και σε φανταχτερά υφάσματα, στραβοπατημένες γόβες, πουκάμισα μαϊμούδες…. Όλοι οι καλοί χωράνε και όλοι κλείνουν πρώτο τραπέζι. ‘Η και δεύτερο. Σημασία έχει να ρωτήσουν απλώς το πορτοφόλι τους.
Τραγουδάμε με πάθος τη δισκογραφία του καλλιτέχνη, τραγουδάμε και το play list με τα επίκαιρα και κλασικά τραγούδια της ελληνικής λαϊκής μουσικής που διάλεξε να ερμηνεύσει Το κέφι φουντώνει. Η πίστα γεμίζει με γαρίφαλα. Ούτε χαλάζι το ζαρζαβατικό, ράνει αλύπητα τον τραγουδιστή. Μέσα στο γενικό κλίμα της ευφορίας όλοι προσποιούμαστε ότι είμαστε άλλοι: Πιο…. αλλιώς, περισσότερο όπως μας ονειρευτήκαμε, πιο πολύ όπως μας ελπίσαμε. Χορεύουμε και τραγουδάμε: Ταυτιζόμαστε με τον στίχο, συμβατικά μάλλον, γιατί μόλις τελειώσουν οι νότες ξέρουμε ότι υπάρχει η δική μας ζωή, με τις ανάγκες, τις ελλείψεις τα λάθη και τα επιτεύγματά της. «Πώς να μείνουμε φίλοι που δεν σβήνει απ’ τα χείλη τ΄ όνομά σου με χίλια ονόματα;» ρωτά. «Δηλαδή φίλησε χίλιες και δεν την ξέχασε;» «Κορονοϊό δεν έπαθε;» «Εγώ θα την ξεχνούσα με πολύ λιγότερες». «Γύρισε το πόδι μου όσο χόρευα». «Εμένα πάλι κάποιος μ’ έκαψε. Καλά ήταν ανάγκη να έχουν τόσο κολλητά τα τραπέζια»; Βρίσκω την τελευταία ατάκα που ήταν εντελώς τυχαία η δική μου την πιο εύστοχη. Συγγνώμη αλλά την βρίσκω: Στα μπουζούκια είναι αποδεδειγμένο ότι δυσκολεύεσαι να ξεφύγεις από τον κλοιό των τραπεζιών, για να πας στην τουαλέτα. Στο έντεχνο ρεπερτόριο κάτι γίνεται. Τοποθετούν αραιότερα τα τραπέζια.
Σκέφτομαι πόσο λείπουν από την εγχώρια δισκογραφία μας οι μεγάλες λαϊκές φωνές. Αναλογίζομαι και τις συνέπειες: Πόση διάρκεια ζωής έχει ένα λαϊκό τραγούδι που το ερμηνεύει ένας ωραίος σαραντάρης, χωρίς υπερβολικές απαιτήσεις στη φωνή ; Θα είχε μια θέση στα κλασικά λαϊκά το «Παρασκευή πρωί» για παράδειγμα, αν το τραγουδούσε ο Στράτος; Άντε ο Μητροπάνος; «Καλά μερικοί στιχουργοί ατύχησαν: γεννήθηκαν αργά» σκέφτομαι και καταλαβαίνω ότι το πλήθος των θαμώνων καθόλου δεν πτοείται. Αδράχνει τη στιγμή και περνά αξέχαστα. Μαζί του κι εγώ. «Με ξενύχτησες πάλι» τραγουδά για καληνύχτισμα. Έξω χαράζει. Κόκκινα χρώματα βάφουν τον ορίζοντα, η θάλασσα λάδι. Στο ραδιόφωνο η ΕΡΤ παίζει τον εθνικό ύμνο. Σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων: Διασκεδάσαμε και χορέψαμε μέχρι τελικής πτώσεως. Καταβροχθίσαμε αχάραγα σουβλάκια, ξυπνήσαμε μετά τις τρεις το μεσημέρι με πελώρια διάθεση να βουτήξουμε βαθιά στη θάλασσα του μικρού καλοκαιριού.