Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο Νορντάου είπε πως ο τρόπος που λειτουργεί ο κοινοβουλευτισμός τον καταντά «υπόθεση κωμωδίας»! Ο βουλευτής, λέει, πρέπει να υψωθεί και ο εκλογέας γίνεται το σκαλοπάτι του. Στην ουσία οι βουλευτές καταλαμβάνουν τη θέση των παλαιών πατριαρχών. Έχουν και αυτοί μια δύναμη που στηρίζεται πάνω στα πλούτη τους που αποτελούνται από μεγάλα κοπάδια. Μόνο που τα κοπάδια αυτά δεν τα αποτελούν σήμερα πραγματικά κτήνη, αλλά ζώα που μετακινούνται τη μέρα των εκλογών και ρίχνουν το ψηφοδέλτιό τους μέσα στην κάλπη. Δεν είναι τυχαίο που κάποιος ονόμασε τους εκλογείς «ζώα που ψηφίζουν».
Για να πετύχει ο βουλευτής τον στόχο του που δεν είναι άλλος από την ικανοποίηση των φιλοδοξιών του έχει ανάγκη από την υποστήριξη του πλήθους, του λαού. Και αυτή την πετυχαίνει όχι αλλιώς, αλλά με υποσχέσεις και πομπώδεις λόγους που τους απαγγέλλει πάντα με μηχανικό τρόπο, σαν το «Πάτερ ημών». Κι όταν εκλεγεί κάποιος βουλευτής, τότε το πλήθος εξαφανίζεται από μπροστά του. Αυτός δεν ασχολείται πια με αυτό παρά μόνο όταν φοβηθεί πως απειλείται η δύναμή του και κινδυνεύει να μην επανεκλεγεί. Τότε, λέει ο Νορντάου, «θα αρχίσει ξανά το κομπολόι των υποσχέσεων και πομπώδικων φράσεις ή θ’ απειλήσει με τις γροθιές του όσους μουρμουρίζουν ενάντια».
Κι είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση: κάποιος φιλόδοξος εμφανίζεται μπροστά στους συμπολίτες του και προσπαθεί να τους πείσει πως αυτός περισσότερο από κάθε άλλον αξίζει να τον εμπιστευθούν. Πώς θα το πετύχει αυτό; Μα προσποιούμενος πως τον ενδιαφέρει το γενικό καλό, πως νοιάζεται για τον λαό και τα προβλήματά του, υποκρινόμενος δηλαδή και λέγοντας ψέματα. Όχι πως δεν υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν τη διάθεση να θυσιαστούν για το σύνολο. Αυτοί όμως ιδιαίτερα στην εποχή μας είναι σπάνιοι. Μπορεί να υποφέρουν και να είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν για την ανθρωπότητα, αλλά ποτέ δε θα κατέβαιναν στο επίπεδο να πουν χυδαία κομπλιμέντα και ψέματα σε μια ανόητη συγκέντρωση εκλογέων* ποτέ δε θα έφταναν στην ανάγκη να εκλιπαρήσουν ψήφους. Όπως λέει ο Νορντάου «ο τρόπος απόκτησης της λαϊκής εντολής τρομάζει τις διαλεχτές φύσεις που υποχωρούν, ενώ οι εγωιστές είναι αποφασισμένοι ν’ αποχτήσουν την υπόληψη και την επιρροή με όλα τα καιροσκοπικά μέσα».
Κι αν ο υποψήφιος αισθάνεται πως δεν έχει αρκετή επιρροή στο πλήθος, βρίσκει κάμποσους φίλους, μερικούς ηλίθιους και ματαιόδοξους πλούσιους, και τους πείθει πως για το γενικό καλό, γιατί όχι και για το δικό τους, έχουν καθήκον να μπουν επικεφαλής και να πείσουν το πλήθος, να κατευθύνουν την κοινή γνώμη εκεί που πρέπει. Και αυτοί βάζουν την υπογραφή τους στα διάφορα προγράμματα και με αυτή επηρεάζουν τα κορόιδα που «κρίνουν τον άνθρωπο ανάλογα με το πορτοφόλι του και με τους τίτλους του», που πολλές φορές δεν ξέρουμε και πώς αποχτήθηκαν. Βέβαια, όταν τα έλεγε αυτά ο Νορντάου δεν υπήρχαν οι μεγιστάνες των Μ.Μ.Ε. Αν ζούσε σήμερα θα έλεγε και άλλα πολλά…..
Με λίγα λόγια κάθε κόμμα αποτελείται από τους φιλόδοξους πολιτικούς και από τους χαζούς και ηλίθιους που τους ακολουθούν. Οι πρώτοι διευθύνουν τη βάρκα, ενώ οι δεύτεροι παίζουν τον ρόλο της σαβούρας, του αναλώσιμου υλικού. Κι μπορεί να μπει όποιος θέλει στο κόμμα, αρκεί να μιλά συχνά και μεγαλόφωνα, να τραβά δηλαδή με τις φωνές του τη προσοχή του πλήθους στις συγκεντρώσεις. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που μπορεί να φλυαρεί -αδιάφορο για ποιο ζήτημα και τι λέει- μπορεί να πετύχει κάποια επιβολή πάνω στο πλήθος που είναι και το ζητούμενο.
Δεν μπορεί κανείς να πει πως όλα αυτά δεν είναι επίκαιρα και πως δεν αντιπροσωπεύουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Και σήμερα ο απλός πολίτης δεν έχει ούτε ψίχουλο από τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού που υποτίθεται πως εγγυάται ο κοινοβουλευτισμός. Μέτριοι πολιτικοί, υποκριτές και ατομικιστές, έχουν καταντήσει τον κοινοβουλευτισμό «πολιτικό ψεύδος» και έχουν απαξιώσει τελείως την πολιτική χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ευνομούμενη πολιτεία.