Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μαγεία είναι, όταν το αυτοκίνητο χάνεται στους αστικούς δρόμους. Στη χαλαρή κίνηση μεσοαστικών προαστίων. Όταν περιμένει υπομονετικά να ξεπαρκάρει το παράνομα σταθμευμένο όχημα η κυρία που αγοράζει ψωμί, γαλακτομπούρεκο, τυρόπιτες στον τοπικό φούρνο, για να στρίψει το λεωφορείο και να ξεμπλοκάρει το κονβόι που αυθόρμητα δημιουργείται, να σταματήσει ο ταξιτζής να βρίζει και ο τρελός της γειτονιάς να μονολογεί: «Σπέτσες που σας χρειάζονται!» Η ζωή είναι ωραία, όταν ένας δυνατός ήλιος ρίχνει τις αχτίδες του στα δόντια του τρελού και αντανακλά το φως στα κοκάλινα κουμπιά από το παλτό μιας κομψής ηλικιωμένης που περιμένει στη στάση. Τώρα το βλέπει: Το λεωφορείο έρχεται. Είναι μεγάλη ανακούφιση, ειδικά αν έχει καθυστερήσει. Ξέρει ότι θα ανεβεί, θα καθίσει, θα φτάσει σπίτι. Μικρές καθημερινές βεβαιότητες ταπεινής ευτυχίας!
Ήταν μία από τις πολλές καθυστερήσεις στη διαδρομή, που με ανάγκασε να γυρίσω το κεφάλι δεξιά. Τότε την πρόσεξα: Είχα βρεθεί έξω από την πολυκατοικία των φοιτητικών μου χρόνων. Στεκόταν εκεί, υπεραιωνόβια, παλιά, με τις ίδιες πολυκαιρισμένες τέντες, ξεφτισμένες από τριακονταετίας ήδη, σαν τεράστιο αστικό θηρίο που είχε καταπιεί ήδη τρία οικοδομικά τετράγωνα και εποφθαλμιούσε την πλατεία απειλητικά. Το διαμέρισμα παρέμενε στον δεύτερο όροφο, με το ερ κοντίσιον μόνιμα τυλιγμένο σε νάιλον, μάλλον δεν λειτούργησε ποτέ, τα τζάμια στα μπαλκόνια μισοσπασμένα και τα παλιά πορτοπαράθυρα στη θέση τους! Υπολόγισα ότι διατηρούσε ακόμη εκείνη τη γοητευτική θέα στην πλατεία: Θυμάμαι τα βράδια να διαβάζω, κρυφοκοιτάζοντας τους παππούδες στις πλαστικές καρέκλες του συνοικιακού καφενείου, τα μικροαστικά ζευγάρια στα σουβλατζίδικα και στις πιτσαρίες, τους ευσεβείς χριστιανούς στο παγκάκι έξω από το εκκλησάκι που σταθερά διανυκτέρευε δια πάσαν νόσον και πάσαν ανάγκην προσευχής! Αυτό και το συνοικιακό φαρμακείο!
Έστριψα το τιμόνι δεξιά, είχαν πεζοδρομήσει μεγάλο τμήμα του δρόμου, χρειάστηκε σχεδόν να καβαλήσω πεζοδρόμιο, για να φέρω έναν γύρο την πλατεία: Εκεί οι λεύκες με τα αραιωμένα κλαδιά (τι θα γίνει αν πέσουν στα σύρματα του ηλεκτρικού; - ποτέ δεν πέσανε), στο ίδιο σημείο ο φούρνος του νεόπλουτου (τότε νεόπλουτος, τώρα εκατομμυριούχος ή σκιτζής;), η Έβγα με αφεντικό τον μπόμπιρα που ούρλιαζε πριν μερικές δεκαετίες στον στενό διάδρομο, ο ωραίος της γειτονιάς γκριζαρισμένος αλλά πάντα ωραίος, εκεί και το καθαριστήριο γεμάτο πραμάτεια: τα πάντα καθαρά και αζήτητα!
Ήταν καλή γειτονιά, πέρασμα. Όλοι και όλες όμως ζούσαν με ένα όνειρο: Να μετακομίσουν σε μια καλύτερη! Με εισιτήριο έναν καλό γάμο ή το λαχείο! Ή να κάνουν μια δουλειά και να πιαστούν! Κοίταξα μέσα από τη τζαμαρία! Στο ίδιο πόστο και ο σουβλατζής, ψαρομάλλης κι αυτός, εκεί και ο περιπτεράς, φωνακλάς πάντα και φαγανός- μαζί πηγαίνουν αυτά τα δύο!
Ξαναβγήκα στην κεντρική λεωφόρο! Μπροστά από το παλιό επιπλάδικο που τώρα είχε γίνει κουρείο με έπιασε νοσταλγία: Θυμήθηκα έναν από τους πολλούς καυγάδες με τη μάνα μου: Εκείνη είχε βρει ένα έπιπλο που το θεωρούσε ευκαιρία για μένα, εγώ πάλι δεν το ήθελα ούτε για δώρο! Είχα καιρό να τσακωθώ νοερά με τη μάνα μου! Έπρεπε βλέπετε να γράφω τους διαλόγους και της άλλης πλευράς! Αυτά που της έσερνα περνώντας το εμπορικό κέντρο, πάντα αδειανό από καταστήματα, δεν ήξερα, αν θα απαντούσε, τι θα έλεγε. Δεν τη φοβόμουν! Τις απαντήσεις έτρεμα! Είχε χάσει πολλά επεισόδια στα χρόνια που περάσανε και λείπει, της είχα νέα. Ασυναίσθητα έκοψα ταχύτητα στους πολύβουους δρόμους της παλιάς φοιτητικής μου γειτονιάς. Ο δρόμος μου έβγαζε στην ίδια κατεύθυνση για το πανεπιστήμιο. Συνέχιζε όμως ευθεία. Ξαφνικά μια μηχανή πετάχτηκε απότομα από δεξιά. Φρενάρισα και συνήλθα. «Αμάν, ρε μάνα, η γκρίνια σου, το στόμα σου!» είπα αυθόρμητα. «Αυτά που θες δεν είναι για σένα. Αυτό που σου λέω, είναι ευκαιρία!» «Όσοι γυρεύανε ευκαιρία, στα ίδια μείνανε. Ρούπι δεν κουνήσανε, μάνα!» «Κι αυτοί που θέλανε, εδώ γυροφέρνουν» σαν να την άκουσα. Ποτέ δεν συμφωνήσαμε!