Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μια ιστορία φρίκης γραμμένη το 1922 από τον Μπρεχτ
Το έγκλημα κατά του ανυπεράσπιστου βρέφους στη Νέα Σμύρνη έχει αφήσει παγωμένη την ελληνική κοινωνία με την 22χρονη μητέρα να προβαίνει σε σοκαριστική ομολογία. Σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση είναι η ίδια, όπως λέει ο συνήγορός της, ενώ την Παρασκευή θα απολογηθεί για τις πράξεις της.
Σε βάρος της νεαρής μητέρας ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της παιδοκτονίας μετά τη διαβίβαση στον εισαγγελέα, της δικογραφίας που σχημάτισε η Αστυνομία για την υπόθεση, καθώς η ίδια η κατηγορουμένη νοσηλεύεται σε γυναικολογική κλινική. Το νεογέννητο αγοράκι βρέθηκε νεκρό, με τον ομφάλιο λώρο μέσα σε μια ροζ σακούλα, στο δίχτυ προστασίας που υπάρχει στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, τρία μέτρα από την επιφάνεια του εδάφους, έχοντας πέσει από ψηλά. «(…) Γέννησα στη μπανιέρα του σπιτιού μου, μόνη μου και έκοψα τον ομφάλιο λώρο με ένα ψαλίδι. Το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν να μην βρει η μητέρα μου το μωρό στο σπίτι. Έπρεπε να κρύψω ότι γέννησα, όπως της είχα κρύψει και την εγκυμοσύνη, έπρεπε να εξαφανίσω το μωρό. Άνοιξα το παράθυρο και το πέταξα έξω …», είπε η 22χρονη.
Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, το 1922 έγραψε το αριστουργηματικό ποίημα «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ». Και τότε η παιδοκτονία, θα έδωσε την ευκαιρία σε τόσες και τόσες να προβάλλουν την αφοσίωσή τους στα παιδιά τους και την επιτυχία τους ως μαμάδες. Με τη φρίκη και το έγκλημα να συνυπάρχουν:
Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως-όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ -όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό, τι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο -λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Μα οι προσευχές της πήγαιναν του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δεν φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξέσκισαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτανε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατελείωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
Αλλά για τούτο δεν της πρέπει κατηγόρια.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δεν θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πως μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες την πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Μ’ όσες της απόμειναν δυνάμεις
-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί παρατημένη,
γέννησε τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δύο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και το πρωί το ‘κρυψε μες στο πλυσταριό.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.