Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Τις παραμονές των εκλογών, εθνικών ή ευρωπαϊκών, οι πολιτικοί καλούν τους πολίτες να συμμετάσχουν μαζικά σε αυτές και να εκπληρώσουν το «ύψιστο», όπως λένε, «δικαίωμά» τους. Γι’ αυτούς, βέβαια, δεν έχει καμιά σημασία αν το «δικαίωμα» αυτό δεν έχει κανένα αντίκρισμα. Οι πολιτικοί μας καλούν τους πολίτες να κάνουν το χρέος τους και να μειώσουν την αποχή, που φαίνεται πως φοβούνται, αλλά δεν κάνουν τον κόπο να τους εξηγήσουν γιατί πολλές φορές οι ίδιοι απέχουν από ψηφοφορίες της βουλής, όταν δεν συμφωνούν με τα διάφορα νομοσχέδια (!)
Το θέμα, όμως, δεν είναι αυτό. Η πολιτική αντιπαράθεση λίγες μέρες πριν την προσέλευση στις κάλπες είναι πολλές φορές τόσο έντονη και τόσο οξεία που προκαλεί τους ψηφοφόρους και τους κάνει να προβληματίζονται αν πράγματι αξίζει να προσέλθουν στις κάλπες. Την προεκλογική περίοδο εκδηλώνεται από την πλευρά των κομμάτων ένας «πολιτικός πολιτισμός» που δείχνει πως δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάτι το θετικό από τέτοιες συμπεριφορές. Μετά το «Καραμανλής ή τανκς» του παρελθόντος ήρθε το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» του κ. Τσίπρα. Δύσκολο πρόβλημα, αλήθεια (!). Οι πολίτες καλούνται ουσιαστικά να κρίνουν όχι ποιος είναι πιο κατάλληλος να υπηρετήσει τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά ποιος είναι ή δεν είναι «βάρβαρος»! Για να το κάνει, όμως, αυτό ο λαός με επιτυχία πρέπει να ξέρει τι σημαίνει «βάρβαρος». Βέβαια, για τον «σοσιαλισμό» δεν γίνεται λόγος. Γιατί η έννοια είναι ελαστική και μπορεί να καλύπτει πολλές μορφές «σοσιαλισμού». Για ποιον «σοσιαλισμό» μιλούμε; Αυτόν που γνωρίσαμε ή κάποιον άλλο «ευγενέστερο» και «ανθρωπινότερο»; Γιατί, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, σημασία δεν έχουν τα πολιτεύματα, αλλά οι άνθρωποι που τα εκπροσωπούν, και αυτοί οι άνθρωποι έχουν απαξιώσει την πολιτική και έχουν απογοητεύσει οικτρά τον λαό. Τώρα μάλιστα τελευταία είδαμε τον ελληνικό σοσιαλισμό να μετεξελίσσεται σε άκρατο φιλελευθερισμό. Τα κόμματα δηλαδή μπορούν ανάλογα με τις ανάγκες των καιρών ή τις δικές τους να μεταμορφώνονται.
Η λέξη «βάρβαρος» συναντάται για πρώτη φορά στον Όμηρο και μάλιστα στο σύνθετο βαρβαρόφωνος, για να δηλώσει τη γλωσσική διαφορά του ξένου από τον Έλληνα (Ιλ. Β 867). Εξάλλου, και σήμερα με τον όρο «βαρβαρισμός» εννοούμε την παραβίαση των κανόνων της γραμματικής και της αισθητικής της γλώσσας. Τη σημασία αυτή διατήρησε η λέξη «βάρβαρος» και αργότερα (Αισχ., Αγαμ. 1051: φωνήν βάρβαρον). Ακόμη και οι Ρωμαίοι αυτοαποκαλούνται μέχρι την εποχή του Αυγούστου barbari, και το ότι μιλούν λατινικά θεωρείται «βαρβαρισμός». Ποιο, λοιπόν, κόμμα εκπροσωπεί τους βαρβάρους; Ποιοι παραβιάζουν πιο πολύ και κακοποιούν την ελληνική γλώσσα; Ποιοι μιλούν στον λαό με μια γλώσσα ακατανόητη, ξύλινη, δύσκαμπτη και δημαγωγική; Αυτό πρέπει ο λαός να εξετάσει;
Μετά τον Όμηρο θα παρουσιαστεί η εθνική αντιδιαστολή ανάμεσα στους Έλληνες και τους «βαρβάρους», μια και η πρώτη γραπτή μαρτυρία αυτής της αντιδιαστολής τοποθετείται στο 586 π.Χ. (Αισχ. Πέρσ. 181-18, 255 κ.α.). Τον διαχωρισμό αυτόν δίνει με ανάγλυφο τρόπο ο Πλάτων στον Πολιτικό του, όπου λέει πως οι πολλοί διαιρούν το γένος των ανθρώπων σε Έλληνες από τη μια και σε όλα τα άλλα γένη από την άλλη, που αποκαλούν με ένα όνομα «βαρβάρους» (262). Η μειωτική, όμως, σημασία του ονόματος «βάρβαρος» αρχίζει μετά τα Μηδικά, αν και πολλοί έβλεπαν με συμπάθεια τους «βαρβάρους», όπως φαίνεται από τον Ηρόδοτο που αναλαμβάνει να ιστορήσει έργα μεγάλα τε και θωμαστά τα μεν Έλλησι τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα (Ηρόδ. Ι 1).
Είναι αξιοσημείωτο πως ο Πλάτων στην Πολιτεία του δεν αποκλείει τελείως τις βαρβαρικές πόλεις από την «ιδανική» Πολιτεία που οργανώνει, αλλά τις τοποθετεί κάπου μακριά από την κύρια πόλη (499 c: έστιν εν τινι βαρβαρικώ τόπω, πόρρω που εκτός όντι της ημετέρας επόψεως…). Ο ίδιος φιλόσοφος μελετώντας τα πολιτεύματα και ξένων χωρών παραδέχεται πως τα ελαττώματα και μειονεκτήματα των δυναστειών και των ωνητών βασιλειών δεν είναι λιγότερα και πιο ασήμαντα από αυτά των ελληνικών πολιτευμάτων. Οι πολιτικοί μας, όμως, δεν φαίνονται διατεθειμένοι να δείξουν οποιαδήποτε ανοχή στους αντιπάλους τους. Γι’ αυτούς ισχύει το πας μη Έλλην βάρβαρος, δηλαδή όποιος δεν ανήκει στο κόμμα μας είναι «βάρβαρος», άσχετα με το αν αυτοί διακηρύσσουν ότι θα δείξουν το ίδιο ενδιαφέρον για όλους τους Έλληνες. Με αυτό τον τρόπο τα κόμματα παίζουν και τον παιδαγωγικό ρόλο, που οφείλουν να παίζουν (!) Δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως το πολίτευμα και το τρόπος που αυτό λειτουργεί είναι, όπως έλεγε ο Πλάτων, «τροφή ανθρώπων, το καλό ενάρετων, ενώ το αντίθετο κακών» (Μενέξ. VIII c: πολιτεία γαρ τροφή ανθρώπων εστί, καλή μεν αγαθών, η δ’ εναντία κακών).
Γενικά, στην αρχαία Ελλάδα μετά τα Περσικά είναι διάχυτη η μειωτική σημασία του όρου «βάρβαρος». Ο βάρβαρος είναι αμαθής και αγροίκος (Αριστοφ. Νεφ. 492) και τα ήθη του είναι για τους Έλληνες δουλικά, αισχρά και γελοία (Πλατ. Πολιτ. 452 c). Τέτοιοι είναι, αλήθεια, όσοι δεν είναι «σοσιαλιστές»; Ο Έλληνας και οι βάρβαροι, λέει ο Πλάτων, είναι από τη φύση τους εχθροί μεταξύ τους και την έχθρα τους αυτή πρέπει να την αποκαλούμε πόλεμο ( Πολιτ. 470c-d). Οι Έλληνες, μάλιστα, πίστευαν πως οι βάρβαροι από τη φύση τους προορίζονται για δούλοι των Ελλήνων. Το λέει ξεκάθαρα ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στον Ευριπίδη (Ι. Α.: 1400 κ.ε.): πως είναι φυσικό οι Έλληνες να εξουσιάζουν τους βαρβάρους, αλλά όχι οι βάρβαροι τους Έλληνες* γιατί οι βάρβαροι είναι δούλοι, ενώ οι Έλληνες είναι ελεύθεροι» (Πολιτ. 1252 b 9).
Άραγε, έτσι βλέπουν τα κόμματα τους πολιτικούς τους αντιπάλους; Τους θεωρούν δούλους και ανελεύθερους και σκέπτονται να τους χρησιμοποιήσουν με αυτό τον τρόπο, αν τύχει και νικήσουν; Τέτοιες, όμως, πρακτικές δεν υπηρετούν τον πολιτικό πολιτισμό και τη δημοκρατία. Η πολιτική δεν είναι μόνο αντιπαλότητα. Είναι και συναινετική διαδικασία. Με τέτοιες, όμως, αντιλήψεις και τέτοιους διαχωρισμούς δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση, κι ούτε είναι δυνατό η αντιπαλότητα και οι διαφορές να καταλήξουν ποτέ στη σύνθεση, που λύνει τα προβλήματα.
Οι θεωρίες περί «βαρβάρων» δεν εξυπηρετούν κανένα και τίποτε. Ο λαός γνωρίζει την πραγματικότητα και δεν μπορεί να ξεγελαστεί από κανένα «δημαγωγό» και «πολιτικάντη». Και εννοώ όχι αυτούς που φορούν παρωπίδες, πληρώνουν τη συνδρομή τους στα κόμματα και δηλώνουν πως τάχα ανήκουν «παραδοσιακά» στο ένα ή το άλλο κόμμα. Εννοώ το τμήμα των πολιτών που ψηφίζει ελεύθερα και σαν «κινούμενη άμμος» μεταφέρεται από το ένα κόμμα στο άλλο με την ελπίδα ενός καλύτερου «αύριο» και σε τελευταία ανάλυση αναδεικνύει τις κυβερνήσεις.
Υ.Γ. Το άρθρο αυτό -εδώ είναι κάπως τροποποιημένο- είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα Επίκαιρα (Extra Time) της Νέας Σμύρνης στις 6-6-2009 μετά τις Ευρωεκλογές κατά τις οποίες ο λαός βρέθηκε μπροστά στο ίδιο δίλημμα! Τίποτε δεν αλλάζει στη χώρα μας…..