Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ : ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ

16/12/2024 - 09:58 Ενημερώθηκε 30/12/2024 - 09:54

Πριν από χιλιάδες χρόνια ο Σοφοκλής είχε πει στον Οιδίποδα Τύραννο του ότι «τίποτε ούτε κάστρο ούτε πλοίο έχει καμιά αξία / σαν είναι έρημα από ανθρώπους» (στ. 56-57: ως ουδέν εστιν ούτε πύργος ούτε ναυς/ έρημος ανδρών μη ξυνοικούντων έσω). Μια παρόμοια αντίληψη είχε διατυπώσει και ο Επίκουρος που είχε πει πως «θα ωφελήσεις τα μέγιστα την πόλη, αν δε χτίσεις ψηλά σπίτια, αλλά αν πλουτίσεις τις ψυχές. Γιατί είναι προτιμότερο πλούσιες ψυχές να κατοικούν σε φτωχά σπίτια παρά σε μεγαλόπρεπα σπίτια να κατοικούν φτωχά ζώα (ευ ποιήσεις συ τα μέγιστα την πόλιν, ει μη τους ορόφους υψώσεις, αλλά τας ψυχάς αυξήσεις. Άμεινον γαρ εν μικροίς οικήμασι μεγάλας οικείν ψυχάς ή εν μεγάλαις οικίαις ταπεινά φωλεύειν ανδράποδα). Αυτά σημαίνουν πως είναι καλό το άνετο σχολικό περιβάλλον, καλά είναι τα σύγχρονα εποπτικά μέσα διδασκαλίας και οι σύγχρονες μέθοδοι και τεχνικές, αλλά χωρίς εκπαιδευτικούς με μεράκι, όρεξη και διάθεση για μάθηση και ανανέωση της γνώσης τους όλα αυτά είναι όχι μόνο άχρηστα αλλά και επικίνδυνα. Όπως έλεγε ένας Σχολικός Σύμβουλος «Έχεις εκπαιδευτικούς ικανούς και ευαίσθητους, έχεις παιδεία. Ούτε τα ντουβάρια ούτε τα θρανία ούτε τα όργανα από μόνα τους μπορούν να κάνουν το παραμικρό».

Σήμερα αναγνωρίζεται διεθνώς πως το κλειδί για κάθε επιτυχημένη και αποτελεσματική αλλαγή και καινοτομία στην εκπαίδευση, η «ψυχή», θα λέγαμε, του σχολείου είναι ο «σωστός» εκπαιδευτικός. Αυτός το κινεί και αυτός του δίνει πνοή. Αυτός κατά κύριο λόγο παιδαγωγεί και μορφώνει. Χωρίς αυτόν δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί η αναβάθμιση της παρεχόμενης στους μαθητές παιδεία και αγωγή. Γι’ αυτό και η Πολιτεία έψαχνε ανέκαθεν τρόπους που θα εξασφάλιζαν την επιλογή των πιο κατάλληλων για την εκπαίδευση εκπαιδευτικών. Μέχρι το 1997 οι πτυχιούχοι των πανεπιστημιακών σχολών που προορίζονταν για την κατάληψη μιας θέσης στην Α/θμια και Β/θμια εκπαίδευση εγγράφονταν σε μια Επετηρίδα που τηρούνταν στο Υπουργείο Παιδείας και περίμεναν τη σειρά τους για τον σχετικό διορισμό. Τούτο φυσικά σήμαινε πως η Πολιτεία δεχόταν a priori πως κάθε πτυχιούχος ήταν ικανός να ανταποκριθεί στην υψηλή αποστολή για την οποία προοριζόταν! Πέρα από αυτό η Επετηρίδα είχε φορτωθεί τόσο πολύ, που κάποιοι δεν επρόκειτο να διοριστούν «στον αιώνα τον άπαντα»!

Η Πολιτεία σωστά, κατά την άποψή μου, ενεργώντας κατήργησε το 1997 τον θεσμό της Επετηρίδας και τον διορισμό των εκπαιδευτικών με βάση αυτή και καθιέρωσε ένα διαγωνισμό στον οποίο μπορούσαν να λάβουν μέρος όσοι πτυχιούχοι επιθυμούσαν και ο οποίος διεξαγόταν σε εθνικό επίπεδο από το λεγόμενο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Η εμπειρία έδειξε πως πολλοί από αυτούς που διορίστηκαν στα σχολεία μέσω του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ , αν δεν ήταν τελείως ακατάλληλοι για το ιδιότυπο λειτούργημα του εκπαιδευτικού, δε διέφεραν καθόλου σε επιστημονική γνώση και παιδαγωγική κατάρτιση από τους συνήθεις αναπληρωτές και πως ο θεσμός αυτός και πολυδάπανος ήταν και καθόλου αποτελεσματικός. Έτσι σιγά σιγά και αυτός ο θεσμός που είχε πολλά αδύνατα σημεία και σίγουρα δεν εξασφάλιζε την είσοδο στα σχολεία επιστημονικά ικανών και παιδαγωγικά αποτελεσματικών εκπαιδευτικών απαξιώθηκε και καταργήθηκε. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο η εκπαίδευση, αυτός ο σημαντικότατος θεσμός που σχετίζεται με το παρόν και το μέλλον της χώρας μας, να στηρίζεται σε προσωρινούς και αναπληρωτές καθηγητές. Και αυτό ήταν επικίνδυνο, γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να καταστρέφει νεαρές υπάρξεις και να τις θυσιάζει στον βωμό μικροπολιτικών συμφερόντων. Ας σημειωθεί ακόμη πως, αν και έχει περάσει μια ολόκληρη 25ετία από τη θέσπιση του νόμου 2525 του 1997, η Πολιτεία δε φρόντισε να εφοδιάσει τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς με το προβλεπόμενο από τον νόμο «Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας» που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό.

Η σημερινή κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας τα γνωρίζει όλα αυτά και ψάχνει να βρει τρόπο που θα εξασφαλίζει τη στελέχωση των σχολείων με ικανούς και αποτελεσματικούς εκπαιδευτικούς. Γίνεται λόγος για άλλη μια φορά για «Νέα κριτήρια επιλογής εκπαιδευτικών», για «Νέο σύστημα προσλήψεων εκπαιδευτικών» , για «Νέο σύστημα διορισμού-προσλήψεων» κ.λπ. που θα είναι «ανάπτυξη της ενδυνάμωσης της αξιοκρατικής και διαφανούς επιλογής των εκπαιδευτικών». Διαβάζοντας κανείς το σχετικό προσχέδιο νόμου που κυκλοφόρησε διαπιστώνει πως διαπράττονται τα ίδια «ατοπήματα». Πιο συγκεκριμένα, η επιλογή στηρίζεται α) στη βαθμολογία που συγκεντρώνει κανείς από ένα γραπτό διαγωνισμό που διενεργεί το ΑΣΕΠ (όπως παλιά), β) στον συνυπολογισμό μορίων που προέρχονται α΄ από την προϋπηρεσία, β’ από την παιδαγωγική κατάρτιση, γ’ από την επιστημονική κατάρτιση και δ’ από τα κοινωνικά κριτήρια (όπως παλιά). Το νέο στοιχείο είναι ότι θα καταρτίζεται πίνακας μόνο για τους εκπαιδευτικούς που «πιάνουν» τη βάση (αλήθεια, ποια θα είναι αυτή;) και ότι θα τίθενται εκτός του πίνακα όσοι δεν «πιάνουν» τη βάση, ανεξάρτητα από το σύνολο των μορίων που συγκεντρώνουν από τα άλλα κριτήρια.

Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντοτε, υπήρξε σφοδρή αντίδραση από κάποιους συνδικαλιστές. Κάποιοι δήλωσαν «να μην τολμήσει το Υπουργείο να σκεφτεί για διαγωνισμό και συνέντευξη»! Και διερωτάται κανείς με ποιο τρόπο θα ελεγχθεί και θα διαπιστωθεί η καταλληλότητα ενός πτυχιούχου για το λειτούργημα του εκπαιδευτικού. Εγώ θα κάνω μια πρόταση που, όμως, για να υλοποιηθεί χρειάζεται «τόλμη και αρετή», όπως λέει και ο ποιητής. Όταν υπηρετούσα ως Σχολικός Σύμβουλος είχα λάβει μέρος σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα και με κάποιους ευρωπαίους συναδέλφους είχαμε επισκεφθεί τη Μεγάλη Βρετανία. Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος επισκεφθήκαμε και κάποιες τάξεις και παρακολουθήσαμε κάποια μαθήματα. Σε ένα μάθημα-Μαθηματικά ήταν- η καθηγήτρια μας είπε: «Είμαστε εδώ τέσσερις (ενν. διδάσκοντες). Μπορείτε να μας διακρίνετε;». Εμείς μείναμε με το στόμα ανοιχτό! Πράγματι, εκτός από την καθηγήτρια υπήρχαν στην αίθουσα τρεις φοιτητές διαφόρων ετών που κάθονταν στα τραπεζάκια μαζί με τους μαθητές και τους βοηθούσαν να κατανοήσουν την ύλη.

Η μεθόδευση αυτή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και για τον διορισμό των εκπαιδευτικών στα σχολεία. Να θεσμοθετηθεί πως, όποιος φοιτητής ονειρεύεται να διοριστεί στην εκπαίδευση, οφείλει να περάσει κάποιες εβδομάδες κάθε έτος σε κάποιο σχολείο, κοινό ή Πρότυπο. Εκεί θα του δοθεί η ευκαιρία να παρακολουθήσει διδασκαλίες, να διδάξει ο ίδιος, να έρθει σε επαφή και επικοινωνία με μαθητές, να αντιμετωπίσει και να λύσει προβλήματα κ.λπ. Στο τέλος θα πάρει το πολυπόθητο Πιστοποιητικό Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Κατάρτισης ή Καταλληλότητας, υπογραμμένο από τον Διευθυντή του σχολείου, τον Προϊστάμενο και τον Σχολικό Σύμβουλο. Με αυτό τον τρόπο δε θα χρειαστεί ούτε και «εισαγωγική επιμόρφωση» αυτών που εισέρχονται στην εκπαίδευση, που, αν παραμείνει στο θεωρητικό πεδίο και δεν προχωρήσει στην πράξη, θα είναι ατελής και εν πολλοίς ανώφελη. Είναι γνωστό πως, αν το λεγόμενο work shop, δηλαδή ό τι γίνεται θεωρητικά, δε μεταφερθεί στο λεγόμενο work place, δηλαδή στον χώρο δουλειάς, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ασήμαντα. Και αυτό συμβαίνει σήμερα. Οι Σχολικοί Σύμβουλοι διδάσκουν, αλλά δεν μπορούν να ελέγξουν αν η διδασκαλία τους εφαρμόζεται ή όχι και γιατί. Στην περίπτωσή μας τα δύο αυτά ταυτίζονται, αφού μέσα στο σχολείο και την τάξη συνυπάρχουν και συλλειτουργούν το work shop και to work place.



 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey