Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Αφορμή του παρόντος άρθρου είναι ο αχρείαστος πλούτος. Ο πλούτος που σε ξεκόβει από όλα τα σπουδαία ενδιαφέροντα και που έχει το ίδιον να προκαλεί και να εξευτελίζεται.
Δέκα εκατομμύρια δολάρια για ένα άλογο ιππασίας (αυτό μας θύμισε τον πανάκριβο σκύλο του Αλκιβιάδη), έτσι απλά για μια εκδίκηση (περίπτωση Ωνάση).
Ενενήντα χιλιάδες δολάρια για αισθητικές παρεμβάσεις, για να μοιάσει η κάθε μια κενή αμερικανική «γλάστρα» με την Ιβάνκα...
Ύβρις και προς τη Φύση, αλλά και προς τη μοναδικότητα και τον προορισμό των δημιουργημάτων της.
Λέγαμε σε προηγούμενο άρθρο ότι ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός γέννησε τον κομουνισμό, όπως ακριβώς συνέβη και στην αρχαία Ελλάδα: η ευημερία μέσα σε ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς, σε συνδυασμό με την επίδειξη του πλούτου γέννησαν τον αντίποδά τους, που ήταν ο Κυνισμός (ο όρος είτε από την αναίδεια του σκύλου είτε από τη σχολή τους που ήταν στο Κυνόσαργες, το γυμναστήριο των νόθων της αρχαίας Αθήνας).
Αρκετοί, και ακόμη πρωιμότερα, είχαν δείξει κάποιες τάσεις, ωστόσο ο ιδρυτής αυτής της ανατρεπτικής φιλοσοφίας ήταν ο Αντισθένης, γιος Αθηναίου και μητέρας από τη Θράκη, γεγονός για το οποίο αυτός επανειλημμένα εψέχθη.
Ο κυνισμός, ο οποίος είναι μάλλον «αίρεσις βίου» παρά συγκροτημένη φιλοσοφία, έγινε θεαματικά πρόκληση κατά της καλοζωίας, παραχάραξε το κοινό νόμισμα (κατά τη ρήση του Διογένη) και ανέτρεψε τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής.
Ήταν μάλιστα τόσο προκλητικός ώστε ένας πρώιμος κυνικός (μου διαφεύγει το όνομά του) να φτάσει στο σημείο να εκτοξεύσει την εκπληκτική κατάρα: «είθε τα παιδιά των εχθρών μου να ζήσουν στην... πολυτέλεια!».
Ο κυνισμός διείδε το μάταιο και το ατέρμον της συσσώρευσης του πλούτου σε λίγα χέρια. Αυτό το κυνήγι που δεν οδηγεί πουθενά, και που δεν σε αφήνει να δεις στη ζωή ολόγυρα πτυχές της που προσφέρουν τη χαρά της γνώσης, τη δοκιμασία της φτώχειας, το βάλσαμο της ελεημοσύνης, την ανάγκη της Τέχνης, την καταφυγή της πραγματικής φιλίας.
Ο πλούτος, όπως όλα τα σπουδαία πράγματα, έχει δυο όψεις και δυο χρήσεις, και είναι πολύ δύσκολο για έναν απαίδευτο και αφιλοσόφητο να ορίσει και να τηρήσει τα όριά του. Κι όλα αυτά γιατί καραδοκούν από τη μια ο «ελάχιστος πλησίον» κι από την άλλη ο δρεπανηφόρος αποκαταστάτης των πάντων.
Ο Αιλιανός αναφέρει ότι στην ελληνική αποικία της Ισπανίας Γάδειρα (σημ. Κάδιθ) υπήρχε βωμός προς τιμήν του Θανάτου, δηλαδή της κοινής ξεκούρασης και του τελευταίου σταθμού («γέρας τη κοινή αναπαυλή, ήγουν τω τελευταίω όρμω»).
Ακόμη υπήρχε βωμός της «Πενίας» και της «Τέχνης» (γενικά), για να εξευμενίσουν την πρώτη και να χρησιμοποιήσουν τη δεύτερη σαν θεραπεία (άκος) της πρώτης!
Για τους Κυνικούς βέβαια η πενία δεν ήταν απλά ένας βωμός αλλά ολόκληρη θρησκεία. Για τους περισσότερους (Αντισθένης, Διογένης, Κράτης, Διόδωρος κ.ά.) η μόνη περιουσία ήταν η πήρα (δισάκι) και η βακτηρία (μπαστούνι) και υπερηφανεύονταν για αυτή τους την ανέχεια με προκλητικό τρόπο.
Βλέποντας λ.χ. μια μέρα ο Σωκράτης τον Αντισθένη να προσπαθεί συνεχώς να δείξει το σκισμένο σημείο του πανωφοριού του «Δεν θα σταματήσεις» του είπε «να υπερηφανεύεσαι;»
Ο Κυνισμός από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι σήμερα υπήρξε το φιλοσοφικό κίνημα με τη μεγαλύτερη κρυφή επιρροή και τους πιο φανατικούς θιασώτες. Ένας τέτοιος διαπρεπής θιασώτης υπήρξε ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς. Δεν σταματά να λοιδορεί τον πλούτο σ’ όλα σχεδόν τα έργα του. («Κατάπλους», «Αλεκτρυών», «Νεκυομαντεία» «Περί των επί μισθώ συνόντων»). Στον «Χάρωνα» λέει «πόσο ανόητοι είναι οι άνθρωποι που ερωτεύονται με πράγμα κίτρινο και τόσο βαρύ, ( εννοώντας τον χρυσό), και στον «Τίμωνα ή Μισάνθρωπο» λέει «τα βότσαλα του γιαλού μού φαίνονται πολυτιμότερα απ’ όλο το χρυσάφι του κόσμου».
Εντούτοις είναι εκπληκτικό το πώς αυτός ο άνθρωπος με τόσους λίβελους κατά του πλούτου, ενέδωσε γύρω στα 67 του και ανέλαβε δημόσια θέση στα δικαστήρια της Αλεξάνδρειας με παχυλό μισθό!.. προσπαθώντας να δικαιολογηθεί με το έργο του «Απολογία».
Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος με την τόση ιστορική σοφία που κουβαλάει δεν έχει ανάγκη τον κυνισμό.
Οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες με τα τόσα διαγνωστικά μέσα, την κατάλληλη θεσμική θωράκιση και το υπερεργαλείο που λέγεται δίκαιη και έξυπνη φορολογική νομοθεσία, θα πρέπει να τον βοηθήσουν να μην τον έχει ανάγκη και ούτε να τον επικαλείται.
Είναι χρέος κάθε σύγχρονης κοινωνίας να εξασφαλίζει όχι πια μια έντιμη πενία, αλλά έναν έντιμο πλούτο.