Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ένας από τους ωραιότερους, παραστατικότερους και βαθύτερα φιλοσοφικούς μύθους της Μυθολογίας μας, είναι ο μύθος του Προμηθέα, και είναι αλήθεια ότι μου τον θύμισε το Θείο δράμα που γιορτάσαμε πρόσφατα.
Είναι συναρπαστικός και σπουδαίος όχι μόνο γιατί περιγράφει τη γέννηση και τη σύσταση του ανθρώπου, αλλά γιατί αποκωδικοποιεί τη σχέση ανθρώπου-θεού και προοιωνίζεται τη διαχρονική εξέλιξη αυτής της σχέσης.
Ο Ησίοδος είναι ο μάστορας αυτών των μύθων, ωστόσο υπάρχουν παραλλαγές και αντιστοιχίες σ’ όλες τις Μυθολογίες του κόσμου. Θα δούμε παρακάτω ότι η ανθρωποπλασία και η έξωση από τον παράδεισο της Βίβλου, όπως και ο σταυρικός θάνατος του Θεανθρώπου, έχουν κάποια συγγένεια με τον ελληνικό μύθο του Προμηθέα.
Καταρχήν να διευκρινίσουμε την ετυμολογία του ήρωα του μύθου. Οι Έλληνες πολύ εύστοχα τον ονόμασαν Προμηθέα (εκ του προ+μήθις) που σημαίνει «αυτόν που προνοεί», βάζοντας μάλιστα στο μύθο και τον Τιτάνα αδελφό του, τον Επιμηθέα, που σημαίνει «τον απερίσκεπτο, αυτόν που σκέπτεται μετά την έλευση των γεγονότων», ωστόσο υπάρχει η ινδική λέξη «πραμαθίους», παραγόμενη από τη λέξη «πραμάνθα», που μας οδηγεί στη σωστή ετυμολογία και που σημαίνει «αυτόν που φκιάχνει φωτιά δια της (προσ)τριβής».
Ο αρχέγονος λοιπόν αυτός μύθος είναι λίγο-πολύ γνωστός αλλά ας το ξαναθυμηθούμε. Ο Τιτάνας Προμηθεύς, ισότιμος των θεών, έπλασε τον άνθρωπο από πηλό (αναμιγνύοντας τα βασικά στοιχεία της κοσμογονίας, τη γη και το ύδωρ) και τον προίκισε με κάποιες χαρακτηριστικές ιδιότητες ορισμένων ζώων (λαγού, αλεπούς, παγονιού, λέοντος κ.ά.).
Όταν όμως παρουσίασε το δημιούργημά του στη θεά Αθηνά, αυτή του υπέδειξε ότι έχει ατέλειες και προπαντός ακινησία.
Ο Προμηθέας παρατήρησε ότι όλα τα ουράνια σώματα παίρνουν κίνηση και ψυχή από τη φωτιά και αποφάσισε να κλέψει πυρ εξ ουρανού και να το δώσει στον άνθρωπο, πράγμα που το συναντάμε και στη Βιβλική δημιουργία (ενεφύσησε πνοήν).
Οι θεοί, όπως ήταν επόμενο, είδαν με κακό μάτι τον ολοκληρωμένο άνθρωπο και έπρεπε ο μέγας ευεργέτης, δηλαδή ο Προμηθέας, να τιμωρηθεί όπως αξίζει σε όλους τους ευεργέτες και ανακαινιστές της ανθρωπότητας.
Στη συνέχεια ο Προμηθέας θέλοντας να δοκιμάσει τη θεότητα του Δία (να τες και εδώ η απιστία και η αμφισβήτηση), του παραθέτει γεύμα, χωρίζοντας τα ψαχνά του ζώου από τα κόκαλα, τα οποία περιτύλιξε με λίπος και του ζητάει να επιλέξει. Ο Δίας εξαπατάται και οργισμένος διατάζει τον Ήφαιστο να πλάσει την ...γυναίκα!
Εδώ βλέπουμε κάποιες διαφορές κοινωνιολογικού τύπου. Η γυναίκα της Βίβλου πλάστηκε περίπου ισοτίμως, ενώ η Πανδώρα πλάστηκε από εκδίκηση...
Ο νεφεληγερέτης δεν αντέχει πλέον. Στέλνει τον Ήφαιστο μαζί με τους υπηρέτες του, Κράτος και Βία (!), και σταυρώνουν τον Προμηθέα σε μια πλαγιά του Καυκάσου, στέλνοντας και ένα γύπα να του τρώει κάθα μέρα το συκώτι.
Αργότερα θα ενδώσει ο Δίας και θα στείλει άλλον αθάνατο, τον Ηρακλή, να τοξεύσει το γύπα και να ελευθερώσει τον Προμηθέα.
Εδώ βλέπουμε να παίζεται ένα αιώνιο και αναπόδραστο παιχνίδι: Οι θεοί να θέλουν να μοιάσουν με τον άνθρωπο και ο άνθρωπος με το θεό. Δυνάμεις του είναι η φώτιση και η παληκαριά και σχεδόν πάντα και ένας θεάνθρωπος-μεσολαβητής, που τιμωρείται για την ευεργεσία του («Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται» Ησαΐας νγ). Ο Καύκασος δεν απέχει σχεδόν καθόλου από τον Γολγοθά.
Η συγκλονιστική ιστορία του Προμηθέα δραματουργείται πρώτη φορά από τον Ησίοδο, ωστόσο θα την συναντήσουμε ως προσφιλές θέμα έργου και σε άλλους διακεκριμένους διανοητές.
Ο Αισχύλος στην τραγωδία «Προμηθεύς δεσμώτης», περιγράφει πιστά και εξαίσια το δράμα, με τη γνωστή αισχύλεια σοβαρότητα, με μια αίσθηση υπερουράνιας δικαιοσύνης και μια αμετακίνητη προσήλωση στη θρησκευτική ειμαρμένη. Σε κάποια σημεία θυμίζει έντονα το δράμα του Χριστού. Λέει λ.χ. στους στίχους 480-3: «Τόσα “μηχανήματα” βρήκα ο άμοιρος για τους ανθρώπους, και γω δεν έχω τίποτα να σωθώ από τη συμφορά μου», θυμίζοντας αυτό που έλεγαν στο Χριστό επί σταυρού «άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι».
Πέντε αιώνες αργότερα ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς αφιερώνει ένα σύντομο έργο του στον μύθο, με τον τίτλο «Προμηθεύς». Έργο περισσότερο ανάλαφρο και ταυτόχρονα σαρκαστικό και λοιδοριστικό, σύμφωνα με τη γνωστή ιδιορρυθμία του συγγραφέα, τολμά -βέβαια σε μια εποχή με άλλα πλέον ήθη και προοπτικές- να γελοιοποιήσει τους θεούς και να τους καταμηνύσει ότι κάνουν χειρότερα πράγματα και από τους ανθρώπους, όπως μοιχείες, εκδικήσεις, ματαιοδοξίες κλπ..
Σε άλλο σημείο λέει απροκάλυπτα ότι οι θεοί ωφελήθηκαν από τη δράση του Προμηθέα και τη δημιουργία των ανθρώπων (τιμές, φόβος, θυσιαστήρια, τάματα κ.α.) αρχιτεκτονίζοντας έτσι τη θεμελιακή σχέση θεού και ανθρώπου.
Ο Κώστας Βάρναλης τέλος, αυτός ο βαθυστόχαστος και τέλειος ποιητής, δεν ήταν δυνατόν να μη συγκινηθεί κι αυτός με το μύθο του Προμηθέα, που μάλιστα τον συνδραματουργεί με την ιστορία του Χριστού. Το έργο («Το φως που καίει») βέβαια δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίσει την υλιστική-μαρξιστική θεωρία του κόσμου. Λέει λ.χ. κάποια στιγμή ο Προμηθέας στον Εσταυρωμένο «Κι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπη. Και τους έδωσα και ψυχή από λάσπη ...»), ωστόσο δεν παύει να είναι ένα έργο τολμηρό, αποκαλυπτικό, ρηξικέλευθο και σταθμός στη νεοελληνική γραμματεία, όπως υπήρξε και εννιά χρόνια αργότερα η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη».
Για να μη μακρυλογούμε, ένα είναι σίγουρο: ότι αυτός ο «Δεσμώτης» θα συνεχίσει να δεσμεύει τη λογοτεχνία και τη φαντασία της ανθρωπότητας στους αιώνες.