Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Οι αρχαίοι Έλληνες είπαν «πόλη» το χώρο που συναθροίζονταν για να ζήσουν. Η πανάρχαια ρίζα της λέξης έχει σχέση με το «φρούριο», και ήταν φυσικό, μιας και η πρώτιστη ανάγκη μιας τέτοιας συνάθροισης ήταν η άμυνα κατά των γύρωθεν εχθρών και η ασφάλεια του πληθυσμού.
Σήμερα έχουν αλλάξει τα δεδομένα, αν και κάθε τόσο η φύση θέλει να μας θυμίζει την ισχύ της και την αδιαπραγμάτευτη παρουσία της.
Τα σημερινά δεδομένα είναι συνθετότερα και έχουν σχέση με τη λεγόμενη ποιότητα ζωής με όρους οικονομίας (αγοράς), επικοινωνίας, άνεσης και πολιτισμού (χώροι στάθμευσης, βιολογικοί, πράσινο κλπ).
Έκανα και φέτος ολιγοήμερες διακοπές εκτός νήσου και θέλω να κοινωνήσω με τους αναγνώστες της στήλης τις εντυπώσεις μου και κάποιες μου σκέψεις.
Φέτος είχαν σειρά κάποιες μεγάλες πόλεις της βόρειας Ελλάδας. Δεν θα τις κατονομάσουμε για ευνόητους λόγους, ωστόσο πρόκειται για πόλεις δημογραφικά ζωντανές, περιποιημένες, ενδιαφέρουσες και «λογικές», έστω και κάπως άναρχα δομημένες λόγω ιστορικών συνθηκών.
Όπως τις περιδιάβαινα ασυναίσθητα ίσως και υποσυνείδητα μου έρχονταν συγκρίσεις με το γενέθλιο χώρο μου. Αυτό που είδα ήταν: οι δημοτικοί χώροι άνετοι, εύκολοι οι δρόμοι να βρεις τα αξιοθέατά τους, αρκετά πάρκα και πράσινο, και οι πλατείες τους με τα νερά και κάτω από θεόρατα πλατάνια. Και φτηνή αγορά όπως και το φαγητό. Ακόμα και οι «παλιές πόλεις» αυτών των πόλεων, παρά το ότι δεν ικανοποιούν πλέον σύγχρονες ανάγκες, είναι αξιοθέατες με τα καλντερίμια τους, με τα σαχνισίρια (όμορφα προτεταμένα κλειστά μπαλκόνια, που η περσική λέξη τους σημαίνει το μέρος που θα καθίσει ο βασιλιάς!), με την πολυχρωμία τους και με τα κιγκλιδώματα στις πόρτες και τα παραθύρια τους.
Αφαιρώντας τώρα και ελαχιστοποιώντας τις απαιτήσεις σου πολύ σύντομα αντιλαμβάνεσαι πόσα λίγα αλλά ουσιώδη πράγματα πρέπει να έχει εξασφαλίσει μια πόλη, μικρή ή μεγάλη, για να μπορεί να λέγεται πόλη του εικοστού πρώτου αιώνα, κι αυτά τα πράγματα είναι μόλις τρία: άνετοι και ελεύθεροι χώροι στάθμευσης, παγκάκια και ουρητήρια.
Απλά πράγματα που ξεκουράζουν τον κάτοικο και τον επισκέπτη και τον βοηθούν να αναζητήσει άλλα αξιοθέατα και δρώμενα της πόλης. Βασικές και ανέξοδες υποδομές που μαρτυρούν πολιτισμό και πραγματικό ενδιαφέρον των τοπικών αρχόντων.
Με πιάνει μια ζήλια και μια πίκρα. Στη δική μου τη μικρή πρωτεύουσα πετιούνται χρήματα (πανάκριβα και δυσεύρετα) που δεν έχουν σχέση με την ικανοποίηση βασικών αναγκών. Ακούω λ.χ. κάποια διαρρέοντα σχέδια για το κουφάρι του «Ξενία» και θλίβομαι. Επί σαράντα χρόνια δεν βρέθηκε ένας δημόσιος «άντρας» να το γκρεμίσει.
Υπάρχει πια τόση, και τόσο αντιαισθητική, ασφυξία του ζωτικού χώρου, που πραγματικές δημοτικές υπηρεσίες προσφέρει όχι αυτός που χτίζει ή που ανακαινίζει, αλλά αυτός που γκρεμίζει! (και που καθαρίζει και τα «αδέσποτα» οικόπεδα από τα εις κοινήν θέαν σκουπίδια τους ...).
Ένα άλλο που θα πρέπει να προσθέσω στις ταξιδιωτικές μου εντυπώσεις είναι ο τρόπος της αστυνόμευσης. Περιηγήθηκα επί μια εβδομάδα τέσσερις πόλεις των εξήντα έως ογδόντα χιλιάδων εκάστη και δε συνάντησα ένα όργανο της τάξης να αστυνομεύει τη στάθμευση.
Υπάρχει διάχυτη μια ευεργετική διοικητική επιείκεια και κατανόηση των τροχαίων συνθηκών του θέρους, και όλα λειτουργούν ρολόι. Μάλιστα σ’ όλες τις διαγραμμισμένες διαβάσεις υπάρχει απόλυτη προτεραιότητα των πεζών.
Την ίδια στιγμή συνειρμικά η σκέψη μου γύριζε την πόλη μου, που στρώσαμε αχανή πεζοδρόμια με «λίθους-τακουνοβγάλτες» στενεύοντας μια τεράστια παραλιακή λεωφόρο και βάλαμε και όριο ταχύτητας 60 χιλιομέτρων στην τεραστίου φάρδους προέκτασή της μόνο και μόνο για να βγαίνουν τα όργανα της τροχαίας για χαρτζιλίκι.
Ο Όμηρος δεν πέρασε από τις πόλεις που περιηγήθηκα εφέτος, ήρθε όμως και έκατσε κιόλας αρκετά στην πατρίδα μου το 952 π.Χ. κατά πώς τα λέει ο Εμμανουήλ Κρητικίδης στην Ιστορία του ή έστω αργότερα.
Τι θα ‘γραφε άραγε αν ερχόταν πάλι σήμερα;
Θα έλεγε ότι «είδε ανθρώπων άστεα», αλλά θα τολμούσε να πει ότι είδε και «νόον»;