Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Α΄ Μέρος
Είναι γνωστό πως τα τρία είδη πολιτευμάτων που υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα στη διάρκεια όλης της ιστορικής της διαδρομής, όχι βέβαια στην αρχική τους μορφής, ήταν η κληρονομική βασιλεία που συγκέντρωνε τη θρησκευτική, τη δικαστική και τη στρατιωτική εξουσία, η αριστοκρατία που εκπροσωπούνταν από τους πλούσιους γαιοκτήμονες και η δημοκρατία που γεννήθηκε από την ανάδειξη της λαϊκής τάξης των εμπόρων στις αρχές του 6ου π. Χ αι. Ας σημειωθεί πως ο Αριστοτέλης τη σωστή δημοκρατία την αποκαλεί «Πολιτείαν», ενώ «δημοκρατία» αποκαλεί την παρεκτροπή της (Πολιτ. Γ 1279 a22).
Η δημοκρατία στην πραγματική και πληρέστερη μορφή της γεννήθηκε στην Αθήνα και εκεί βρήκε την ολοκλήρωσή της. Σε αυτή οφείλονται οι δημοκρατίες ή οι δημοκρατικές κινήσεις των άλλων πόλεων και σε αυτή οφείλονται οι δημοκρατίες που με κάποιες παραλλαγές εφαρμόζονται σε ολόκληρο τον κόσμο σήμερα. Βέβαια, αν ορίσουμε τη δημοκρατία σαν συμμετοχή όλου του ενήλικου πληθυσμού μιας χώρας στη διακυβέρνησή της, τότε η Αθήνα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δημοκρατική, γιατί τόσο οι γυναίκες όσο και οι δούλοι απείχαν από τα «κοινά», αλλά ούτε και κανένα από τα σύγχρονα κράτη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, γιατί εξαιτίας του μεγέθους τους μεταβιβάζουν την εξουσία σε αντιπροσώπους και επαγγελματίες πολιτικούς. Αλλά αν την ορίσουμε ως συμμετοχή όλων των Αθηναίων πολιτών, τότε η Αθήνα ήταν μια αληθινά δημοκρατούμενη πόλη. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν «άμεση», ενώ οι σημερινές δημοκρατίες είναι «αντιπροσωπευτικές». Μετά την κατάργηση των «πόλεων κρατών» η «άμεση» δημοκρατία δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει, παρά μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα δημοψηφίσματα. Πέρα, όμως, από αυτό σήμερα έχουμε τη λεγόμενη «προεδρική δημοκρατία» ή την «προεδρευόμενη δημοκρατία» με κάποιες παραλλαγές πάντα.
Τη γνήσια αθηναϊκή δημοκρατία, τις αρχές και τα γνωρίσματά της περιγράφει ο Περικλής στον Επιτάφιό του που παραδίδει ο Θουκυδίδης. Αυτός λέει : «επειδή η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της πλειοψηφίας και όχι στα χέρια των ολίγων, ονομάζεται δημοκρατία» (ΙΙ 37: Και όνομα μεν δια το μη ες ολίγους αλλ’ ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκλητα). Αυτή είναι η πρώτη βασική αρχή της δημοκρατίας, η αρχή της πλειοψηφίας. Σύμφωνα και με τον Αριστοτέλη στη δημοκρατία κύριο είναι «το τοις πλείοσι δόξαν», δηλαδή αυτό που φαίνεται καλό και σωστό στους περισσότερους. Και εδώ γεννιέται το ερώτημα αν οι σημερινές δημοκρατίες εφαρμόζουν αυτή την αρχή. Είναι γνωστό πως η σημερινή κυβέρνηση που ανεδείχθη στις βουλευτικές εκλογές του 2019 συγκέντρωσε το 40% των ψήφων του ελληνικού λαού, ενώ η αποχή ανήλθε στο ποσοστό του 42 % περίπου. Τα πράγματα ήταν χειρότερα όσον αφορά την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα. Αυτός κατόρθωσε να κυβερνήσει τη χώρα με ένα ποσοστό 36% που εξασφάλισε στις βουλευτικές εκλογές του 2015!
Και διερωτάται κανείς αν είναι πραγματική δημοκρατία η δημοκρατία που στηρίζεται στη μειοψηφία του ελληνικού λαού. Βέβαια, οι ιθύνοντες προσπαθούν με διάφορα τεχνάσματα και τερτίπια να προσαρμόσουν την κείμενη νομοθεσία στα δικά τους δεδομένα, για να εξασφαλίσουν την εξουσία. Αλλάζουν τα εκλογικά συστήματα κατά το δοκούν αδιαφορώντας για τη θέληση του λαού ή συνάπτουν ανίερες συμμαχίες που σίγουρα δεν έχουν την έγκριση του. Γιατί ποιος έδωσε το δικαίωμα στον κ. Τσίπρα να συνεργαστεί με τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» του Π. Καμμένου ή ποιος έδωσε το δικαίωμα στον Π. Καμμένο να συνεργαστεί με τον κ. Τσίπρα, με έναν προεκλογικά ιδεολογικό αντίπαλο; Είπαν πως τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν πως ο λαός θέλει κυβέρνηση συνεργασίας. Από πού συνάγεται αυτό; Αλλά και αν πραγματικά ο λαός ήθελε συνεργασία, ποια συνεργασία εννοούσε; Μεταξύ τίνων; Θα μου πείτε πώς αλλιώς μπορεί να γίνει. Η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί. Υπάρχει τρόπος οπωσδήποτε καλύτερος από αυτές τις περίεργες και ανίερες συμμαχίες. Να γίνουν, για παράδειγμα, και δεύτερες εκλογές μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων, όπως ακριβώς γίνεται στις εκλογές της αυτοδιοίκησης. Η πλειοψηφία που θα επιτευχθεί τότε θα είναι και νόμιμη και ηθική και δεν θα προκαλεί το αίσθημα του λαού και, το πιο σημαντικό, θα αποτρέψει τις συναλλαγές και τις ανίερες και σκόπιμες συμμαχίες που κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού στο πολιτικό μας σύστημα.
Η δεύτερη αρχή της γνήσιας δημοκρατίας, σύμφωνα με τον Περικλή, είναι η ισονομία και η ισοπολιτεία. Αυτός λέει πως « όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στους νόμους στις ιδιωτικές τους υποθέσεις» (ΙΙ 37: μέτεστι δε κατά μεν τους νόμους προς τα ίδια διάφορα πάσιν το ίσον), Οι όροι ισονομία και ισοπολιτεία χρησιμοποιήθηκαν πολύ νωρίς από τους δημοκρατικούς. Ο ρήτορας μάλιστα του πλατωνικού Μενέξενου στηρίζει την ισονομία των Αθηναίων στην ισογονία τους, λέγοντας επιγραμματικά πως «εμείς και οι δικοί μας , καθώς είμαστε αδέλφια και καταγόμαστε από την ίδια μητέρα, δεν θεωρούμε σωστό να είμαστε δούλος ή δεσπότης ο ένας του άλλου, αλλά η φυσική ισογονία μάς αναγκάζει να επιζητούμε την ισονομία σύμφωνα με το νόμο» (239 Α: ημείς δε και οι ημέτεροι, μιάς μητρός πάντες αδελφοί όντες, ουκ αξιούμεν δούλοι ουδέ δεσπόται αλλήλων είναι, αλλ’ η ισογονία ημάς η κατά φύσιν ισονομίαν αναγκάζει ζητείν κατά νόμον).
Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως σήμερα ισχύει και εφαρμόζεται η αρχή της ισονομίας. Κάθε κόμμα έχει τον στρατό του, ένα στρατό από «ημέτερους», «αρεστούς» και φίλους, όλους εκείνους που το βοηθούν με ποικίλους τρόπους να προωθήσει το πρόγραμμά του. Είναι οι «ισχυροί» , οι πλούσιοι που από τη φύση τους έχουν τη δύναμη να υπερβαίνουν τον νόμο και να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Δεν είναι άσχετο το γεγονός πως από την αρχαιότητα ο νόμοι είχαν παρομοιαστεί με ιστό αράχνης που τα δυνατά έντομα τον διατρυπούν και ξεφεύγουν, ενώ τα αδύναμα συλλαμβάνονται και τιμωρούνται! Το είχε πει και ο Λυσίας πως οι πλούσιοι «τοις χρήμασι εξωνούνται (= εξαγοράζουν) τους αγώνας (=τους δικαστικούς αγώνες».
Αλλά και η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία φαίνεται πως πολλές φορές παραβίαζε μαζί με τις άλλες αρχές της δημοκρατίας και την αρχή της ισονομίας. Ο Θεμιστοκλής, για παράδειγμα, σε παρατήρηση φίλου του πως θα είναι καλός άρχοντας, αν εξυπηρετεί ίσα και όμοια όλους τους πολίτες, απάντησε «μακάρι να μην καθίσω σ’ αυτό το θρόνο στην περίπτωση που οι φίλοι μου δεν θα απολαμβάνουν κάποια προνόμια σε σχέση με τους άλλους» (Πλούτ., Αριστ., ΙΙ: .μηδέποτε εις τούτον εγώ καθίσαιμι τον θρόνον, εν ω πλέον ουδέν έξουσιν οι φίλοι παρ’ εμού των αλλοτρίων). Όμως, ενώ τότε η συμπεριφορά αυτή ήταν η εξαίρεση και απέρρεε από έναν απαρχαιωμένο και ξεπερασμένο ηθικό κώδικα με αριστοκρατικό χαρακτήρα και πάντως όχι δημοκρατικό, στις τελευταίες κυβερνήσεις του τόπου μας αποτελούσε τον κανόνα. Αυτές ακολουθώντας αυτή την αρχαϊκή ηθική της ανταπόδοσης προωθούσαν ανενδοίαστα και απροκάλυπτα τους ‘ημέτερους’, τους κομματικούς φίλους και οπαδούς, τους συνδικαλιστές, θεωρώντας πως αυτοί είναι οι ‘άξιοι’ και αδιαφορούσαν γι’ αυτούς που είχαν αυξημένα προσόντα για την κατάληψη μιας θέσης. Βέβαια, κανείς δεν θέλουν μια τέτοια δημοκρατία. (συνεχίζεται).