Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Στην παράγραφο 22 του πρώτου βιβλίου της Ιστορίας του, ο Θουκυδίδης αναφέρει επιγραμματικά ότι το έργο του αυτό γράφτηκε όχι για να είναι ευχάριστο πρόσκαιρα στον αναγνώστη αλλά για να έχει παντοτινή αξία και χρησιμότητα («κτήμα ες αιεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν»).
Λίγο πρωτύτερα μάλιστα κάνει και μια αδιόρατη σύγκριση με τους γράψαντες παλαιότερα ιστορία (π.χ. τον Ηρόδοτο) λέγοντας ότι η ιστορία του (δηλαδή του Θουκυδίδη) δεν έχει κάτι μυθώδες και ίσως φανεί στον αναγνώστη ατερπέστερη.
Το Α΄ Βιβλίο αναφέρεται, όπως είναι γνωστό, στα αίτια και τις αφορμές του μεγάλου και καθοριστικού Πελοποννησιακού πολέμου, καθώς και στις διαπραγματεύσεις και τις προετοιμασίες των αντιμαχομένων μερών.
Το έργο έχει πράγματι ανεκτίμητη διαχρονικά αξία και ας δούμε εξ ολίγων γιατί.
Καταρχάς, και όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, ο τρόπος με τον οποίο αποφασίζεται και διεξάγεται ένας πόλεμος, είναι αδιάψευστο στοιχείο πολιτισμού!
Αυτοί οι άνθρωποι, που πολεμούσαν σχεδόν κάθε μέρα, είχαν βάλει και τον πόλεμο κάτω από νόμους και κανόνες, κι αυτό είναι ένα στοιχείο προηγμένων κοινωνιών. Υπήρχε από τότε, άσχετα αν δεν ευδοκίμησε στους ύστερους χρόνους, ο θεσμός της διαιτησίας. Όπως δηλαδή υπήρχαν κληρωτοί διαιτητές για τις διαφορές μεταξύ των πολιτών, έτσι υπήρχαν και διαιτητικοί θεσμοί (Μαντεία κλπ.) για τις διαφορές μεταξύ των πόλεων. Η αποφυγή ενός πολέμου ήταν τεράστιο κέρδος και οι αρχαίοι εξαντλούσαν προς τούτο όλα τα ένδικα μέσα.
Στις προ-επιχειρησιακές διαπραγματεύσεις μετείχαν πρέσβεις και παρατηρητές και από τα δύο μέρη για να είναι γνωστές σε όλους οι αναλύσεις και οι αιτιάσεις κάθε θέματος.
Σε κάποιο σημείο μνημονεύει το λόγο του Σθενελαΐδα στην Εκκλησία των Λακεδαιμονίων, παρουσία Αθηναίων πρέσβεων, όπου, αφού εξέθεσε τους λόγους, έβαλε το θέμα «πόλεμος ή όχι» σε ψηφοφορία. Μάλιστα επειδή δια βοής ήταν αδύνατο να διακρίνει το αποτέλεσμα, διέταξε τους συμφωνούντες να μετακινηθούν ξεχωριστά και παραπέρα για να είναι μετρήσιμοι. Η δημοκρατία σε όλο της το μεγαλείο, ακόμα και στη Σπάρτη.
Σήμερα με τους ακήρυκτους πολέμους, τις θανατώσεις πρεσβευτών και δημοσιογράφων και τα συχνά εγκλήματα κατά αμάχων, φαντάζομε βάρβαροι μπροστά στους αρχαίους Έλληνες.
Αυτή η ιστορία έχει και αιώνιες υποδείξεις για τα ελληνικά πράγματα. Στην παράγραφο 83 λέει ότι συνήθως ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με τα όπλα και περισσότερο με τα χρήματα («και έστιν ο πόλεμος ουχ όπλων το πλέον αλλά δαπάνης») κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου που συνεπάγεται η φτώχεια και η έλλειψη οικονομικής αυτάρκειας, και ταυτόχρονα προμηνύοντας τους αδυσώπητους οικονομικούς πολέμους που επιχειρούνται σήμερα σ’ όλο τον κόσμο.
Ένα άλλο ενδιαφέρον είναι το πεδίο των πολεμικών αναμετρήσεων που ο Θεμιστοκλής επιτακτικά το είχε συνδέσει με τη θάλασσα. Όταν μάλιστα ξαναφκιάχτηκαν εσπευσμένα τα Μακρά τείχη που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες, επέμεινε ότι είναι πολυτιμότερα τα τείχη Πειραιά - Φαλήρου, γιατί το μέλλον και το καταφύγιο των Αθηναίων είναι η θάλασσα. «Μέγα το της θαλάσσης κράτος» έλεγε, και μακάρι αυτή την επιταγή και επιλογή να την είχαν ενστερνισθεί οι πολιτικοί μας μέχρι σήμερα, Έλληνες και Ευρωπαίοι, και να είχαν κατανοήσει ότι τα θαλάσσια σύνορα της χώρας είναι σπουδαιότερα και ζωτικότερα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υποστήριξη και την ανάπτυξη των νησιών.
Σε ένα άλλο σημείο κάνει μια αυτοκριτική διάγνωση πολύτιμη για κάθε αγωνιζόμενο και πολεμούντα: «Περισσότερο, λέει, φοβάμαι τα δικά μας σφάλματα, παρά τα σχέδια των εχθρών» («μάλλον πεφόβημαι τας οικείας ημών αμαρτίας ή τας των εναντίων διανοίας»).
Αλλά η μεγαλύτερη ιδέα που περιγράφει άμεσα και έμμεσα ο Αλιμούσιος ιστορικός στο βιβλίο του και που έχει άρρηκτη σχέση με τα σημερινά δρώμενα, είναι η αιώνια παρακαταθήκη της (πολιτικής) ελευθερίας.
Το υπέρτατο αυτό αγαθό είναι ένα δώρημα αλλά και μέλημα όλων των πολιτών της ελεύθερης πόλης ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, του ελεύθερου κράτους. Η επιβουλή έξωθεν και η εμπλοκή των ξένων στα θέματα της πολιτείας, σημαίνει το μέγιστο κακό: τη δουλεία. Τη δουλεία όπως τη βλέπουμε ήδη από τα χρόνια του Τρωικού πολέμου μέχρι και σήμερα, που φόρεσε τη στολή παραλλαγής των οικονομικών πολέμων και της οικονομικής υποτέλειας. (Και για να μη ξεχνάμε το έτυμο των λέξεων, υποτελής είναι αυτός που είναι υποχρεωμένος να δίνει φόρους).
Αυτό το ασίγαστο πάθος για την ελευθερία και την αυτονομία πυροδοτούσε αυτόματα όλες τις εξεγέρσεις των αρχαίων ελληνικών πόλεων και τις κατέστησε πρότυπα πολιτικής και εθνικής αξιοπρέπειας και ορθοφροσύνης.
Σήμερα, με την ευκαιρία, οι Έλληνες έχουμε και λόγω ιστορικών καταβολών, μείζονα υποχρέωση να αντιλαμβανόμαστε τους δεδηλωμένους κινδύνους μιας εθνικής υποτέλειας και να αντιδρούμε αναλόγως. Οι εποχές είναι πρόστυχες και, παρά τα όσα νομίζαμε, τίποτα δεν είναι δεδομένο…
Τη Θουκυδίδεια ιστορία, αυτό το «κτήμα ες αιεί», καλό θα ήταν και ωφέλιμο να τη μελετούν όλοι, αλλά πρωτίστως οι πολιτικοί μας οι νυν και οι προαλειφόμενοι.