Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Πόσο περίεργα και παράξενα παιχνίδια μπορεί να παίξει καμιά φορά η πολιτική συγκυρία!
Είδαμε μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων, έναν Αμερικανό πρόεδρο, απόγονο Κενιατών, να εκθειάζει ενθέρμως την ελληνική δημοκρατία, και έναν Έλληνα πρωθυπουργό, απόγονο του Κλεισθένη, να πλέκει εν πλήρει συγκινήσει, το εγκώμιο του μονοκομματικού κομουνισμού.
Σε μια εποχή που προσπαθούμε όλοι -και είναι εθνικά πολύ χρήσιμο- να ξεκαθαρίσουμε τις ακραίες και επικίνδυνες ιδεολογίες, κάποιοι βάλθηκαν να πλέξουν το στεφάνι του κουβανέζικου κομουνισμού, ενός συστήματος που το έχουν ήδη απεμπολήσει όλες (πλην μιας) οι εμπλακείσες χώρες του κόσμου, με προεξάρχουσα τη Ρωσία. Τη Ρωσία, που τόλμησε να βρει αυτό που δεν βρήκαμε εμείς: ένα άλλοθι απουσίας.
Γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης ήδη από το 1993: «Στο δυτικό κόσμο, η δημοκρατία έχει εκπορνευθεί είτε με ήπιες μορφές, είτε με βίαιες. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα από τα τυραννικά κράτη που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία και τα πιο αποτελεσματικά στην τυραννικότητά τους, είχε ως τίτλο, μέχρι τη διάλυσή του, τέσσερις λέξεις που ήταν τέσσερα ψέματα: Ένωση Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών». Να σημειωθεί ότι ο Καστοριάδης δεν ήταν ούτε καπιταλιστής, ούτε νεοφιλελεύθερος.
Σε πολύ κόσμο, αν συναγάγουμε από τα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ, δεν άρεσε αυτή η εικόνα που ξετυλίχτηκε στην Κούβα, την Κούβα που τη συμμεριζόμαστε σαν λαό, αλλά δεν είναι ανάγκη να έχουμε και κοινές ιδεοληψίες.
Σε μια λοβοτομημένη κοινωνία όπως η σημερινή, που όλοι οι άνθρωποι της χώρας (και κάθε χώρας) την ίδια ώρα γυρνούν τα ίδια κουμπιά της τηλεόρασης για να δουν τις ίδιες βλακείες και τα ίδια ψέματα και τις ίδιες σάλτσες να ξεχειλίζουν από πλυμένους εγκεφάλους, το γεγονός τού τι δηλώνεται από επίσημα χείλια, παίρνει κάποιες φορές κρίσιμες διαστάσεις.
Εγώ όμως θα ήθελα να το πάω ακόμα πιο πέρα: Μπορεί το 35% του πληθυσμού να του φτάνει κάποιου να με αντιπροσωπεύσει συνταγματικά και να με διοικήσει, έστω μ’ αυτή την πόρνη δημοκρατία που λέγαμε, όμως δεν είναι καθόλου αρκετό για να εξουσιοδοτηθεί να χαιρετάει και να εξωραΐζει ανελεύθερα μονοκομματικά καθεστώτα της σοσιαλιστικής συνομοταξίας, και πολύ περισσότερο να συνδέει και να παραλληλίζει κομουνιστικούς παραδείσους με την ελληνική καταγωγή της δημοκρατίας και τους ιερούς αγώνες αυτού του έθνους για την ελευθερία.
Το θέμα λοιπόν δεν έχει τόση σημασία και δεν ελέγχεται ως κρατικό κόστος ή ως επίσκεψη καλής θελήσεως ή ακόμα και ως διπλωματικός ελιγμός, αλλά είναι πρωτίστως νομικό: η πλειοψηφία του ελληνικού λαού (ενός λαού περήφανου πλην παγιδευμένου σήμερα μέσα σε ένα λαβύρινθο πειραματισμών) δεν έχει δώσει καμία εξουσιοδότηση για τέτοιου είδους και τέτοιου περιεχομένου ιδεολογικές εξομολογήσεις.
Η ηγεσία του μπορεί να τον υπερφορολογεί, να τον εγκαταλείπει, να διαπραγματεύεται με τας Ευρώπας την απελπισία του, όμως δεν έχει το δικαίωμα και την συνταγματική εξουσιοδότηση να αμφισβητεί διεθνώς την ιστορία και τα πιστεύω του.