Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Πέρασε προχθές από την καμπούρα μας κι άλλος ένας Μάρτης, στενάχωρος, αβέβαιος, ακατανόητος, ένας μήνας γεμάτος σιβυλλικές διευκρινήσεις και πολιτική λογοδιάρροια. Ένας μήνας των επικίνδυνων μακάριων αναβολών και της εθνικής αδημονίας. Ένας μήνας του προαναγγελλόμενου (οικονομικού) θανάτου, ενός θανάτου που όλοι τον ξορκίζουν και την ίδια στιγμή πάνε κατά πάνω του. Υπάρχει άλλωστε με την ίδια ακριβώς σημασία και αρχαίο ρητό του σοφού Δημόκριτου: «Άνθρωποι τον θάνατον φεύγοντες διώκουσι».
Άκουγα τις προάλλες σε μια από αυτές τις εθνοσωτήριες εκπομπές γύρω από την αναβίωση της παραδοσιακής μας μουσικής, ένα τραγούδι της Προποντίδας στο οποίο έλεγε η κυρά του θαλασσινού πως «όλους τους μήνες θέλει, όλους τους καλοθέλει, τον Μάρτη μήνα δεν τον θέλει, γιατί αρματώνει κάτεργα και ξεκινάει καράβια…».
Ο Μάρτης ήταν βλέπεις ο μήνας που, μόλις έφκιαχνε ο καιρός, έφευγαν για μήνες οι καπεταναίοι για τη Μαύρη Θάλασσα ή για τα σφουγγάρια της Μπαρμπαριάς ή όπου αλλού, και έμεναν να ξεκαλοκαιριάζουν οι γυναίκες μόνες τους, ανάβοντας τα καντήλια και αγναντεύοντας το πέλαγο.
Δυστυχώς η ιστορία κάνει ανυπόφορους κύκλους. Είναι κυκλομανής. Ήρθαν-ήρθαν τα πράγματα και κοπάδια νέοι αποφασίζουν σήμερα, και όχι μόνο μήνα Μάρτη αλλά ολογυρίς το χρόνο, να αφήσουν αυτόν τον άγιο τόπο, που τον κατοικούνε δαίμονες, και να ψάξουν να βρουν ένα μηνιάτικο και μια πιο άνετη ζωή προς βορράν και προς δυσμάς.
Ίδια φυγή, θα πει κανείς, έγινε και σε εποχές άλλων μεγάλων ιστορικών ανακατατάξεων, όπως το 1910-11 και αμέσως μετά τον εμφύλιο, για διαφορετικούς εθνικούς λόγους κάθε φορά, αυτή τη φορά όμως έρχεται σαν τραγική συνέπεια μιας «οίκοθεν» αδιαφορίας και μιας πρωτοφανούς πολιτικής ανεπάρκειας.
Είναι λυπηρό. Λυπηρό για πολλούς λόγους. Για το ότι λ.χ. η χώρα δεν είναι σήμερα έρμαιο αλλά ενταγμένη (υποτίθεται) σε ένα τεράστιο ευρωπαϊκό οικοδόμημα σαν ισότιμος εταίρος (που περιμένει χρόνια τώρα την περιβόητη σύγκλιση…)
Για το ότι, ακόμα, οι χώρες άφιξης του μεταναστευτικού δεν είναι πια παρθένες οικονομικά και βιομηχανικά, ούτε ελκυστικά ελντοράντα.
Επί πλέον σχεδόν όλες, ακόμα και οι ομόσπονδες και πολυπολιτισμικές, εμφανίζουν θρησκευτικές και εθνικιστικές αγκυλώσεις και κάποιες επικίνδυνες ιδεοληψίες.
Σε όλα τούτα θα πρέπει να προσθέσουμε το ανησυχητικό φαινόμενο της τρομοκρατίας που έρχεται να ακυρώσει τις όποιες προοπτικές ανάπτυξης και ευδαιμονίας.
Και ακόμα για έναν πρώτιστο λόγο: κάποτε φεύγανε εργατικά χέρια. Σήμερα φεύγουνε εργατικά μυαλά (!) και ο νοών νοείτω.
Όλα τα παραπάνω κάνουν τη σημερινή ξενιτιά πιο επισφαλή, πιο αδικαιολόγητη αλλά και πιο βαριά ακόμα και από τα παραδοσιακά «βαριά ξένα», όταν τα ζύγισε κάποτε η λαϊκή μούσα μαζί με άλλους τρεις μεγάλους καημούς.
Κι είναι και ένα τελευταίο που ξενερώνει ακόμα παραπάνω τη σημερινή εικόνα της ξενιτιάς. Κάποτε ο καημός αυτός έγινε υψηλή και ανεκτίμητη τέχνη όταν, με γνήσια εκφραστικά μέσα, με σπουδαία λαϊκή ποίηση, με ρυθμούς και με λιτή μουσική αρμονία, έγινε χορός και τραγούδι.
Σήμερα είναι αδύνατον να γίνει τέτοια εθνική τέχνη, με τόση υποβάθμιση, με τόσο χαρντ ροκ και όλες τις άλλες διαδεδομένες και με όλα τα μέσα διαφημισμένες δυτικότροπες μουσικές «φασαρίες», που καταδυναστεύουν και αποξενώνουν τους καημούς της χώρας, και που ταυτόχρονα φροντίζουν να εγκαταλειφθεί η ελληνική γλώσσα στα σκονισμένα ράφια της ιστορίας…