Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μπροστά στον ορυμαγδό των εσωτερικών και διεθνών εξελίξεων, μια ερώτηση τριβελίζει το μυαλό μου: μπορεί να υπάρχει «ρεαλιστής αισιόδοξος» σήμερα στη χώρα; Με άλλα λόγια, αυτός ο συνδυασμός γνωρισμάτων ενός ανθρώπου -ή μιας ομάδας- που είναι σχεδόν αναγκαία προϋπόθεση για να διαμορφωθούν στόχοι, ατομικοί και συλλογικοί, να ενεργοποιηθούν προσπάθειες, να επιλεγούν προοπτικές, να αποκτήσουν υπόσταση «ξεχασμένες» έννοιες όπως χαρά, καθήκον, χρέος...
Για να οργανώσω λίγο τις σκέψεις μου σ’ αυτό το ερώτημα, αποδέχθηκα πάγιους ορισμούς του ρεαλισμού και της αισιοδοξίας. Ρεαλιστής είναι αυτός που αποδέχεται την αντικειμενική υπόσταση του Κόσμου· αυτός, δηλαδή, που απορρίπτει την πρόσληψη της πραγματικότητας ως δημιούργημα της νόησης (του), είτε αυτή είναι ιδέες είτε είναι κάθε σχετικοποίηση της γνώσης. Από την άλλη, αισιόδοξος είναι αυτός που πιστεύει στη θετική, την καλή έκβαση των πραγμάτων.
Υπό το συγκεκριμένο συνδυασμό, το απλό ερώτημα που έθεσα στην αρχή, ίσως να μην είναι απλοϊκό. Καθότι ο αναζητούμενος «ρεαλιστής αισιόδοξος» είναι αυτός που επιδιώκει, που προσβλέπει σε έναν καλύτερο κόσμο μέσα από τον ορθό λόγο/λογική.
Θα μπορούσε η απάντηση να δοθεί αμέσως και να είναι σαρωτικά αρνητική: όταν ο κυρίαρχος λόγος διαμορφώνεται στις άνω-κάτω «πλατείες» και στις επί χρήμασι εκδιδόμενες «οθόνες» -τουλάχιστον αυτές που βιώνουμε ή ανακαλύπτουμε δήθεν έκπληκτοι, ούτε ορθός -προϋπόθεση του ρεαλισμού- μπορεί να είναι, ούτε άλλωστε και εμπιστοσύνη -προϋπόθεση της αισιοδοξίας- μπορεί να εγκαθιδρυθεί. Στις συνθήκες αυτές, αναδεικνύεται η «εμπειρική ιδιοτέλεια» μέσα από τη σχεδόν «ερωτική» σχέση -π.χ. θυμηθείτε το χαρακτηρισμό sex machine που απεδόθη στο ναρκισσιστή θύτη της ελληνικής οικονομίας- που αναπτύσσεται μεταξύ λαϊκιστή ή δημαγωγού και του ευκόλως παραμυθιαζόμενου «όχλου».
Ταχέως παρεισφρέει η μυθοπλαστική συνωμοσιολογία, άνετα επικρατεί η λογική αντίφαση, ακόμα και στην ακολουθία των ατομικών πεποιθήσεων: μου έχει κάνει τεράστια εντύπωση η ευρύτατη συνύπαρξη της -έστω και σιωπηρής- αποδοχής της ευθύνης μας για την κατάσταση της οικονομίας («ζούσαμε με δανεικά») με τη θέση ότι «οι ξένοι μέσω του δανεισμού επιδιώκουν να καθυποτάξουν τη χώρα». Για να υπάρξει υπέρβαση της αντίφασης αυτής, απαιτείται η καλλιέργεια «μύθων», ιδιαίτερα αυτών που γαργαλούν έμφυτες τάσεις περί της «ιδιαιτερότητας του ομφαλού» μας.
Όμως η απάτη του «αντι-μνημονιακού επιχειρήματος» και της συναφούς γαρνιτούρας του δεν έγκειται αποκλειστικά στην υστερική δαιμονοποίηση μιας αναγκαίας, αναγκαστικής και καταναγκαστικής συνθήκης. Άλλωστε, το έχουμε κάνει «γαργάρα», κατά το κοινώς λεγόμενον, μετά το Τρίτο, το επαχθέστερο, το άχρηστο, το... «αριστερό»... Λίγο ως πολύ, όλοι το αντιλαμβανόμαστε αυτό, όσες υπερ-δόσεις επικοινωνιακής παραφροσύνης κι αν διοχετεύονται στους σαστισμένους, εμάς.
Το όλο σχήμα «παλεύουμε να εφαρμόσουμε μη εφαρμόζοντας αυτό που υπογράψαμε ενώ δε το θέλαμε» προσομοιάζει μάλλον με κατάσταση διαταραχής προσωπικότητας, παρά με στρατηγική εδραζόμενη επί του ρεαλισμού και της αναγκαίας πίστης για καλύτερες ημέρες.
Τα πάσης φύσεως φληναφήματα όπως «ταξικά πρόσημα», «κόκκινες γραμμές», «σκληρές διαπραγματεύσεις» και εσχάτως «πατριωτική ταυτότητα» δεν είναι απλώς λεκτικές εφευρέσεις και προσαρμογές για τις επικοινωνιακές ανάγκες μιας κλυδωνιζόμενης κυβέρνησης.
Είναι κάτι πολύ βαθύτερο και άκρως αμφιλεγόμενο: είναι η ανάδυση ενός ατελούς σχεδίου και η απόδειξη των αντιφάσεών του.
Έχει «μαλλιάσει το χέρι μου» να επαναλαμβάνω στο φιλόξενο χώρο της εφημερίδας ότι οι συγκρούσεις μικρο-πολιτικής -άσχετα εάν έχουν τεράστιο ή δυσανάλογο κόστος για τους πολίτες- δεν είναι η καθαυτό ουσία του τρέχοντος πολιτικού προβλήματος, με εθνικές διαστάσεις πλέον. Δεν είναι η μη-τήρηση «υποσχέσεων», τα «ψέματα» του Τσίπρα, όπως επιμένει να λέει η Αντιπολίτευση. Δεν είναι ο ΕΝΦΙΑ, δεν είναι το «αφορολόγητο» και το «αγροτικό πετρέλαιο», είτε εξαγγέλθηκαν μέσα στη Βουλή είτε πάνω σε τρακτέρ ή άλλο «κινηματικό» έδρανο.
Το πρόβλημα είναι το πώς με τόση άνεση πήγαμε από το «Go back, Madam Merkel» του Τσίπρα στο «Come back, please, Angela» του Alexis!
Το πρόβλημα είναι το πώς από την «προγραμματική θέση του Συνεδρίου» για έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ιδεολογική ταυτοποίηση των Αμερικανών ως «φονιάδων» αγωνιούμε διαμαρτυρόμενοι για την καθυστέρηση έλευσης του ή να τηλεφωνούμε στον Ομπάμα ώστε να παρέμβει, γενικώς! Το πρόβλημα είναι πώς μεταπέσαμε, αστραπιαία, από την «ηθική ανωτερότητα» -μια ούτως ή άλλως ιστορική μπαρούφα- στο απίστευτο επιχείρημα «κι εσείς τα ίδια κάνατε» έναντι της κριτικής της Αντιπολίτευσης.
Το πρόβλημα είναι ότι ενοχλούμαστε από τη βία της «άμεσης πολιτικής παρέμβασης» όταν αναφέρεται στα στελέχη μας και προέρχεται από τους νεο-οπαδούς μας, στην πλειονότητα των περιστάσεων. Το πρόβλημα δεν είναι τα κομματικά «ρουσφέτια», όσο γελοία κι αν είναι μερικά εξ αυτών: είναι ότι αποκαλύπτεται η επιδίωξη εγκαθίδρυσης καθεστώτος, στη Διοίκηση, στα ΜΜΕ και στη Δικαιοσύνη. Το πρόβλημα είναι η σιγή των συνήθως ομιλητικών όταν διώκεται ποινικά η δημόσια έκφραση γνώμης, όπως στην περίπτωση, π.χ., των καθηγητών Ρίχτερ και Τσακυράκη (προσωπικότητες σημαντικής συνεισφοράς, εκ της ιστορίας και της ζωής τους).
Το πρόβλημα είναι ότι δεν άνοιξε κομματική μύτη, ούτε σε επίπεδο αξιών ούτε σε επίπεδο σχεδιασμού, όταν όπως όλοι είδαμε στις ειδήσεις, Θεσσαλός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κάτω από τον «πλάτανο του χωριού» επιχειρηματολογούσε πως «εγώ για 350 στρέμματα πλήρωσα 150 ευρώ φόρο και 600 ευρώ ΕΝΦΙΑ»: εάν ορθώς καταλαβαίνω, εκλέγονται και «μεγαλοτσιφλικάδες» στο χώρο... κι εγώ, ο «επιστήμονας της γραβάτας» πρέπει να πληρώνω και γι’ αυτόν, εν μέσω της αερολογίας περί «ταξικού προσήμου» και «πρωτογενούς τομέα».
Όμως, όλα αυτά, όσο σημαντικά και κομβικά κι αν είναι, μπορεί να αποδειχθούν εντέλει δευτερεύοντα απέναντι στο τέρας που βράζει στα έγκατα της κοινωνίας μας, αλλά προέρχεται από αυτά: ο αντι-ευρωπαϊσμός, η προσέγγιση αόριστων σχημάτων, όπως η αυταποδείκτως έωλη σχέση με τους Ρώσους ή λοιπούς «εξω-συστημικούς» ανά τον Κόσμο. Το πρόβλημα, επομένως, είναι ότι οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις αδυνατούν προς το παρόν να παράξουν ενιαίο και συγκροτημένο αφήγημα για τη γεωπολιτική/γεωστρατηγική θέση της χώρας, για τον τύπο του πολιτεύματος και το πρότυπο της οικονομίας.
Με τούτα και μ’ εκείνα, μπορεί να υπάρχει «ρεαλιστής αισιόδοξος» στη χώρα; Η επιστήμη μου, η Οικολογία, έχει αναπτύξει μιαν ισχυρή θεωρία περί των «δινών έκλειψης» των πληθυσμών. Είναι ένα περίπλοκο σχήμα που εξηγεί και προβλέπει ότι υπάρχουν συνδυασμένες προϋποθέσεις και συνθήκες όπου ένας πληθυσμός, όσον κι αν υπάρχει σήμερα -ή κάθε χρονική στιγμή, είναι νομοτελειακά προσδιορισμένο ή μαθηματικά βέβαιο ότι θα εκλείψει, θα αφανισθεί. Αίσθηση μου είναι ότι ο Τσίπρας έχει περιπέσει σε ανάλογη πολιτική δίνη. Το θέμα είναι εάν θα συμπαρασύρει και τη χώρα σ’ αυτό.
Κι όσον κι αν μακαρίζω την κατηγορία των «δραστήριων βλακών/εφησυχασμένων» για την ηρεμία και τις βεβαιότητές τους, φοβούμαι ότι ανήκω στην ήδη εκλείψασα κατηγορία των «ρεαλιστών αισιόδοξων»... Μακάρι να κάνω λάθος, γιατί έχω και παιδιά...