Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η εκλογή του επικεφαλής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι κορυφαίο ζήτημα κάθε λειτουργικής Δημοκρατίας.
Η πολιτική αυτή θέση δεν είναι επιχειρησιακά ισοδύναμη της Συμπολίτευσης στο εκτελεστικό σκέλος -αυτή είναι ευθύνη του πρωθυπουργού· είναι όμως θεσμικά ισάξια καθότι συγκαθορίζει την ποιότητα της διακυβέρνησης των μεγάλων κοινωνικών και εθνικών προκλήσεων. Ο επικεφαλής της Αντιπολίτευσης εισφέρει -και κρίνεται από- το κατά πόσο και προς ποια κατεύθυνση επηρεάζει την πολιτική ατζέντα, από το επίπεδο και την ποιότητα των επιχειρημάτων και στόχων που προβάλλει, από το πώς ελέγχει και πώς αντικρούει την πολιτική κυριαρχία και ενδεχομένως την ιδεολογική ηγεμονία του κυβερνήτη.
Για το λόγο αυτό, η εκλογή του προέδρου της ΝΔ ήταν/είναι κορυφαίο ζήτημα, πολύ ευρύτερο των κομματικών ορίων και των εσωκομματικών παιγνίων και ισορροπιών του συγκεκριμένου κόμματος. Ειδικότερα, η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, ως πρόσωπο και ως φορέα συγκεκριμένων αντιλήψεων και θέσεων, είναι εξαιρετικά σημαντική.
Ένα μέτρο της σημασίας αυτής προκύπτει από τον τρόπο, τα επιχειρήματα και τις αναλύσεις που αναπτύχθηκαν μετά το απροσδόκητο -με όρους όσων δεν αντιλαμβάνονται ότι «κάτι τρέχει» στα υπόγεια της ελληνικής κοινωνίας- αποτέλεσμα.
Η πενία και το κοντόφθαλμο των πολιτικών αναλύσεων, από πολλούς «εν υπηρεσία» δημοσιογράφους, αγγαρειο-μάχους τηλε-εκπροσώπους, σκοπ-άνθρωπους των πάνελς, είναι το απόλυτο αποτύπωμα της ιδεολογικής ασιτίας που πλήττει τη χώρα, από ετών πολλών. Δεν είναι τυχαία η χρήση, εδώ, «όρων» που παραπέμπουν στην καθημερινότητα του στρατεύματος. Καθότι τα πανταχόθεν κομματικά στρατεύματα και τα αφυπνισθέντα «τρόλια» των, ανέλαβαν δράση υψηλής ερμηνείας/διαβολής από την Κυριακή της εκλογής.
Η πείσμων πρόσδεση στην ανάδειξη απολύτως δευτερευόντων θεμάτων αποδεικνύει πολλά περί την ασιτία που ευρύτερου πολιτικού λόγου στη χώρα. Πλασάρεται ως πρωτεύον θέμα το εάν ηττήθηκε ο Καραμανλής Β΄, το πόσο μέτρησαν οι υπόγειες «αλλαξοκωλιές» του Καραμανλισμού Β΄ και του Τσιπρισμού, ποια η σημασία της οικογενειοκρατίας, τί έκανε ο Σαμαράς στη Μεσσηνία, τί ψήφισε η Ευρυτανία και η Ντόρα... και λοιπά αστεία. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, λησμονούνται δύο κρισιμότατες παράμετροι για τα πολιτικά μελλούμενα μας.
Πρώτη παράμετρος είναι η ιδιάζουσα συνομιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Κ. Μητσοτάκη και της κομματικής βάσης της ΝΔ. Ο «Κυριάκος» έκανε μια καθαρή επιλογή: μίλησε με το μυαλό κι όχι με την «καρδιά», γεγονός από μόνο του «επαναστατικό» στη χώρα του συναισθηματικού ανορθολογισμού.
Το σημαντικό είναι ότι ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας -κι όχι μόνον της ΝΔ- το εισάκουσε ως επιλογή. Κι αυτό είναι δηλωτικό ότι έχει αρχίσει μια διεργασία άρνησης του λαϊκισμού και αναζήτησης πραγματικών λύσεων και προσαρμογών στις νέες συνθήκες που γέννησε η πρώτη μείζων οικονομική-οικολογική κρίση του καπιταλισμού.
Το ότι ο «Κυριάκος» κέρδισε προβάλλοντας καθαρές πλην αντιδημοφιλείς θέσεις, ότι πολιτεύθηκε με τρόπο σαφή και προγραμματικό, ότι αντιπαρατάχθηκε στις παλαιοκομματικές πρακτικές που ξεκινούσαν από το «Γιακουμάτο» για να καταλήξουν στην «Αυγή», σημαίνει κάτι που προς το παρόν είναι αδιαμόρφωτο.
Η δεύτερη παράμετρος είναι το τί καθαυτό προέταξε ο «Κυριάκος». Εν ολίγοις, είπε καθαρά -και η πλειοψηφία απεδέχθη- ότι τρία είναι τα συμπτώματα της «κρίσης μας».
Μιας κρίσης που είναι πρωτίστως πολιτισμική και όχι οικονομική: ο λαϊκισμός, ο κρατισμός και η αντι-μεταρρύθμιση! Δεσμευόμενος ότι η πολιτική πρόταση του κόμματος του θα είναι η καταπολέμηση τους ως λύση για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε, όλα αυτά είναι καθαυτό σημαντικά ως πολιτικό παράδειγμα. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν αφορούν στη ΝΔ μόνον, αλλά στο σύνολο των κομμάτων, ιδιαίτερα των αυθεντικώς φιλοευρωπαϊκών, των κατά φύσει υιοθετούντων τον ευρωπαϊκό φεντεραλισμό ως τελική προοπτική. Κι όχι βέβαια τους παρά φύσει τζογαδόρους των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η ένταση και ο τύπος των επιθέσεων που εδέχθη ο «Κυριάκος» από τα πρώτα λεπτά της επικράτησης του, είναι αποδεικτική της σημασίας του πολιτικού λόγου του. Το γεγονός ότι η «αυστηρή ρητορική» του γίνεται δομικά αποδεκτή, αποσυντονίζει, θέτει σε αμηχανία, ενεργοποιεί αρνητικά αντανακλαστικά σε όλους όσοι ευαγγελίζονται την εκπροσώπηση του «λαϊκού παράγοντα» στη χώρα: από τη «λαϊκή» δεξιά έως την εξ ορισμού «φιλο-λαϊκή» αριστερά. Όσους αντιλαμβάνονται την πολιτική ως χειρισμό των «πελατών», δηλαδή!
Ως γνωστόν, το «νέο» και το «ιδεολογικά σαφές» -όσον κι αν ήταν νοητικά επίπλαστο- επεκράτησε στην ελληνική κοινωνία, τα τελευταία χρόνια ως αίτημα, έναντι του «παλαιού» και του «χύδην». Όπως παλαιότερα, είχε επικρατήσει το «ηθικό» έναντι του «νόμιμου». Το αίτημα της «αλλαγής» είναι συνεχές σε μια κοινωνία που την αναζητά μεν θεωρητικά, αλλά δε την υιοθετεί πρακτικά. Η οξύτητα των επίσημων αντιδράσεων και η νεκρανάσταση των «τρολίων» υποδηλώνουν ότι τίθεται εξ υπαρχής ανάλογο ζήτημα. Και μόνη η αντικειμενική, πρακτική σύγκριση των προσόντων του Τσίπρα έναντι αυτών του Μητσοτάκη θέτει ... θέμα! «Ελιτισμός»; Ναι, «ελιτισμός»! Πρέπει να μάθει να ζει και μ’ αυτό ο κ. πρωθυπουργός.
Σε κάθε περίπτωση, τα «οικονομικά» του Βαρουφάκη, η εκτελεστική «ελκυστικότητα» του Πολλάκη, η «σαφήνεια» των θέσεων του Σπίρτζη, ο αυτο-οριζόμενος ως «μη-πολιτική-οντότητα» Κατρούγκαλος, η πολιτική καθαρότητα του Κοτσακά, κοκ., θα έχουν κάποιο πρόβλημα έναντι της ρητορικής Μητσοτάκη, που πρεσβεύει άλλον «κόσμο» ως οικονομική διεργασία παραγωγής. Ιδιαίτερα, τώρα πλέον, που το «κράτος-και-υπό-τον-Τσίπρα» δέρνει τους κομμουνιστές! Τώρα, δηλαδή, που γίνεται σαφές ότι η άσκηση της εξουσίας έχει απαιτήσεις και θέτει κανόνες. Κι ότι η όποια ΕΔΕ κατά του ανώνυμου αστυνομικού δεν μπορεί να επικαλύψει το αναντίρρητο γεγονός ότι εξ ορισμού το «Μαξίμου δεν καταλαμβάνεται»!
Ίσως, η εποχή των «αρχοντορεμπέτικων» ή της «ψευτο-τσιμινιέρας» να βαίνει προς το τέλος της. Ίσως, να χρειαστεί η Αριστερά να σκεφθεί, εκ νέου, με όρους πολιτικής προοπτικής και στρατηγικής και όχι ως φάρσα έναντι της ιδεολογικής ασιτίας. Και μόνον αυτό, είναι κέρδος! Για φαντασθείτε τη ζωή μας, χωρίς να βλέπουμε debate Αυλωνίτου/Γιακουμάτου... Είναι μια πρόοδος, πώς να το κάνουμε;