Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Είναι γεγονός, διαπιστωμένο τις τελευταίες δεκαετίες και στη χώρα μας, ότι οι ιστορικές σπουδές έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν, τόσο στην οπτική, όσο και στις αναλύσεις τους για το παρελθόν, και στοιχεία που προέρχονται από την οθωμανική πραγματικότητα. Αυτό, όσο και αν παρουσιάζεται στις μέρες μας ως προφανές και αυτονόητο, δεν ενσωματώθηκε στην ελληνική ιστορία χωρίς αντιστάσεις ιδεολογικές, αλλά και πρακτικές, που προέρχονταν από ποικίλες εστίες.
Η πρώτη δυσκολία ήταν, και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ακόμα και σήμερα, ως ένα βαθμό βέβαια, ιστορικής τάξεως. Δηλαδή, από τη στιγμή που οι Έλληνες λόγιοι, κυρίως του 19ου και του μεγαλύτερου τμήματος του 20ού αι., άρχισαν να ασχολούνται σοβαρά με την ιστορία του Νέου Ελληνισμού, του οθωμανοκρατούμενου ελληνικού χώρου, ίσως και δικαιολογημένα, έως ένα βαθμό, συγκρότησαν τον εξής τύπο ιστορικής αφήγησης.
Θεώρησαν, δηλαδή, ότι το τμήμα εκείνο των χριστιανών ελληνικής καταγωγής που βρέθηκε να ζει υπό το καθεστώς της οθωμανικής κατάκτησης, παρήγαγε ιστορικά γεγονότα, δηλαδή ζούσε ωσάν να βρισκόταν σε κατάσταση μιας άλλης πραγματικότητας. Ενώ δηλαδή οι Έλληνες βρίσκονταν υπό ένα πολιτικό καθεστώς μέσα στο οποίο έπρεπε να ακολουθήσουν τις βασικές αρχές πολιτικής και στρατιωτικής συμπεριφοράς του κυριάρχου, αυτοί κατόρθωσαν να κινηθούν και να δράσουν δημιουργώντας μια ιστορική πραγματικότητα που δεν είχε σχέση με αυτήν του κυρίαρχου Οθωμανού.
Με βάση αυτήν την οπτική, οι υπόδουλοι όχι μόνο κινούνταν ωσάν να ήσαν εκτός του πλαισίου αυτού, αλλά, κυρίως, σε συνεχή αντιπαλότητα προς αυτό, δηλαδή ότι βρίσκονταν σε ένα είδος διαρκούς επαναστατικότητας με μόνο και αποκλειστικό σκοπό τη διάρρηξη του πλαισίου της υποτέλειας με ό,τι αυτό συνεπαγόταν.
Και πράγματι, αυτή η διάρρηξη, η έκρηξη, θα συντελεστεί. Αλλά από το 15ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου αι., όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, και για μερικούς τόπους, όπως η Λέσβος, έως τις αρχές 20ού αι., είναι πολύς χρόνος, είναι αιώνες ολόκληροι. Κατά τη διάρκεια των αιώνων αυτών, οι Έλληνες υπόδουλοι στο Σουλτάνο έπρεπε να επιβιώσουν, να ζήσουν μέσα στο οθωμανικό καθεστώς, άρα, θέλοντας και μη θέλοντας, να ακολουθήσουν την πορεία του κυρίαρχου οθωμανικού πολιτικού σχήματος με όλες τις συνέπειες.
Αν αυτό, λοιπόν, γίνει σαφές και αποδεκτό, τότε θα καταλάβουμε και θα αναζητήσουμε πηγές της ελληνικής ιστορίας και στο άλλον άλλο πόλο παραγωγής τεκμηρίων για την ελληνική πραγματικότητα, δηλαδή τον οθωμανικό. Ας δώσουμε, όμως, ένα παράδειγμα για να γίνουν πιο κατανοητά τα πράγματα.
Οι υπόδουλοι Έλληνες, ως χριστιανοί Οθωμανοί πολίτες, πλήρωναν φόρους και πολλούς μάλιστα. Αυτούς τούς συγκέντρωναν ειδικοί υπάλληλοι του οθωμανικού κράτους, οι οποίοι κατέγραφαν με μεγάλη σχολαστικότητα, και άρα ακρίβεια, τις φοροδοτικές υποχρεώσεις κάθε τόπου, κάθε πόλης, κάθε χωριού του ελλαδικού χώρου και μάλιστα πολλές φορές έκαναν και απογραφές για να γνωρίζουν το μέγεθος του πληθυσμού και κατά συνέπεια το ύψος του φόρου που έπρεπε να συγκεντρωθεί. Κατά συνέπεια, τα ονόματα των οικισμών και των κατοίκων των οικισμών είναι καταγραμμένα από Οθωμανούς υπαλλήλους, στην παλαιά οθωμανική γραφή, και απόκεινται στα σημερινά τουρκικά αρχεία.
Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να αγνοήσουμε αυτήν την πλευρά της ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας, η οποία μάλιστα είναι και πιο σημαντική από αυτήν που καταγράφει πολέμους, μάχες κ.τ.λ., αφού μας δείχνει την εξέλιξη ενός λαού, τις ασχολίες του, την οικονομική του δυνατότητα, τον τρόπο κατοχής τους εδάφους, τον τρόπο εργασίας του, τα οποία είναι ακριβώς αυτά τα στοιχεία που του επέτρεψαν να επιβιώσει;
Δε χρειάζεται, πιστεύω, να επιχειρηματολογήσουμε περαιτέρω, επειδή τα πράγματα είναι απολύτως προφανή και πρόδηλα. Τέτοια όμως έγιναν τα τελευταία χρόνια, επειδή οι αντιστάσεις και στη νοοτροπία και στις μεθόδους υπήρξαν δεδομένες και μάλιστα αμφίδρομες. Όμως για αυτά όλα τα αυτονόητα θα υποχρεωθούμε να γράψουμε και άλλο σημείωμα στις πάντα φιλόξενες στήλες τού «Ε».