Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Έβλεπα τους σημερινούς Έλληνες ένα μυρωδάτο μπουκέτο με τις παρανομίες μας, με τις κομπινούλες μας, τα κόλπα μας, τη χρυσή αυγούλα μας, τις φαγωμάρες μας και τα ωραία μας. Δε νοιαζόμαστε για τίποτα. Ούτε καν για τη χαμένη μας ελευτερία.
Άκουγα πονεμένο τον Καζαντζάκη απ’ το υπερπέραν, «… ανέκαθεν ένιωθα πως ζούμε και υπάρχουμε σε δυο Ελλάδες. Η μια είναι αυτή που μας “πεθαίνει” κι η άλλη αυτή που μας δίνει ανάσες αλλά και αφορμές να νιώθουμε περήφανοι …», κι ο κόσμος, αδιάφορος, να πηγαίνει και να ‘ρχεται, άλλοι να γελούν κι άλλοι να κλαίνε, όταν άξαφνα όλα τούτα χαθήκανε, πόρτες ανοιγοκλείνανε, από στοά ορυχείου κρότος βουερός ακούστηκε, σε αγιορείτικη ολονύχτια λειτουργία με τους πολυελαίους να σείονται βρέθηκα και στην πίστα ξενυχτάδικου στριφογύριζα με τα πιάτα βροχή να θρυμματίζονται στα πόδια μου κι αντί για μουσική, τρομαγμένη η φωνή της συμβίας μου.
- Σεισμός! Ξύπνα, Γιώργο!
Κι απ’ το υποσυνείδητο στο συνειδητό ήρτα, σφεντόνα πολυκαιρισμένη γίνηκα, στο γεροπλάτανο από κάτω σταυροκοπιόμουνα μη γίνει το χειρότερο και δαιμονισμένα τα τηλέφωνα χτυπούσανε.
- Καλά είστε;
- Έχετε ζημιές;
- Δίπλα σας ήταν το επίκεντρο…
- Μη φοβόσαστε…
- Οι Σφηναριώτες δε φοβούνται, αποκρίθηκα κι ας έτρεμα, κι ο άλλος, ο κακοπροαίρετος, μου το πέταξε, για τον Ανωγειανό που πήγε στον μπαρμπέρη κι εζήτηξέ του να τον ξυρίσει, μα χωρίς σαπουναφρό. «Εμείς οι Ανωγιανοί δεν πονούμε μωρέ».
Υπάκουσε ο μπαρμπέρης, πήρε το ξυράφι, αρχίνιξε να κόβει τις γαϊδουρότριχες, πόναγε όμως αυτός, οπότε, γυρίζει στο δήμιό του: «Κατέεις, μωρέ σύντεκνε. Δεν είμαι δα κι ολότελα μέσ’ απ’ τ’ Ανώγεια. Απ’ τα περίχωρα κατάγομαι, βάνε μια ουλιά σαπούνι μη με γδάρεις σαν το χοίρο.»
Κατάπια την προσβολή, έδειξα φόβο, ήρθανε στο νου μου τραγικά γεγονότα με τις εκατοντάδες και χιλιάδες νεκρούς από σεισμούς και τσουνάμια, δόξασα το Θεό που είμαστε ζωντανοί και γύρισα 70 χρόνια πίσω στη γενέτειρά μου τη Μυτιλήνη, με το μεγάλο σεισμό να μας βρίσκει στον ύπνο (φαίνεται από ύπνο θα πάω τελικά!) και τη μάνα μας να μας ξυπνάει.
Στο μετόχι μέναμε, μάνα με πέντε ορφανά, ζούσαμε από τα πλούσια δώρα της γης.
Προνομιούχοι όμως, είχαμε τον ξάδερφο ζαχαροπλάστη στην πόλη, με το φορτηγό, μας έστειλε μια χαρτοσακούλα μέχρι μισή οκά, καραμέλες. Δυσεύρετες.
Με θρησκευτική ευλάβεια βγήκανε έξι, φάγαμε από μία, φχαριστηθήκαμε, ξανάκλεισε η σακούλα, εξαφανίστηκε.
- Το Δεκαπενταύγουστο πάλι. Μας είπε αυστηρά η μαμά, σίγουρη πως κανένας δε θα εύρισκε την κρυψώνα της.
Μα πέστε μου. Ποιοι από σας τους μεγάλους δεν κλέψατε το γλυκό της μάνας σας;
Έτσι κι η πεντάρφανη συμμορία, έδρασε· βάσει σχεδίου. Ο μικρότερος, η αφεντιά μου, έκανα τον άρρωστο, στο κρεβάτι, και μόνο καραμέλα ήθελα για να μου περάσει. Η μητέρα μου, που μου είχε αδυναμία, πήγε ανυποψίαστη στον κρυμμένο θησαυρό, ανασηκώθηκα εγώ λίγο, την είδα, έμαθα, έφαγα και την καραμέλα από πάνω!
Το πρώτο βήμα είχε γίνει.
Ένα ψηλό παράθυρο δυο μέτρα από το χώμα, στο πίσω μέρος του σπιτιού, φροντίζαμε κάθε πρωί να το αφήνουμε ξεμαντάλωτο, γιατί μετά έκλεινε η πόρτα και ξανάνοιγε το βράδυ για ύπνο.
Εγώ, φύλαγα τσίλιες. Η μοναδική αδερφή μας, βοηθούσε τάχα τη μαμά να τη χασομεράει. Ο άλλος, έσκυβε κολλητά στον πετρότοιχο, ο τέταρτος ανέβαινε στους ώμους του και σκαρφάλωνε στο παράθυρο, κι ο πέμπτος, γενικών καθηκόντων.
Το κατέβασμα ήταν πιο εύκολο.
Χωρίς να αφήνουμε ίχνη, σε χρόνο μηδέν, από διαφορετικές κατευθύνσεις, ανταμώναμε στη μεγάλη βαλανιδιά και μοιραζόμασταν τη λεία μας.
Αυτό γινόταν συχνά.
Μέχρι που έγινε ο δυνατός σεισμός και μας βρήκε στρωματσάδα να κοιμόμαστεεε. Τρομάξαμε, σκοτάδι παντού, μόνο το καντηλάκι αναμμένο, άνοιξε τις φτέρουγές της η μάνα, μας σκέπασε, μας προστάτεψε με το κορμί της.
Βάλαμε τα κλάματα, ρεμήσανε τα έγκατα της γης, κρεμαστήκαμε στα χείλη της μαμάς, πέσαμε στα γόνατα, προσευχηθήκαμε.
Μας λυπήθηκε αυτή, «να σας γλυκάνω», είπε, κι απομακρύνθηκε.
Εμείς, καρδιοχτυπήσαμε.
Γύρισε κόκκινη από θυμό, και τη χαρτοσακούλα άδεια στο χέρι της.
- Ποιος; Ρώτησε γλυκά αγριεμένη.
Τσιμουδιά εμείς.
- Είπα. Ποιος; Ποιος τις έκλεψε;
- Μήπως ποντικός; Τραύλισε κάποιος.
- Ποντικός, ε; Πέστε μου αμέσως την αλήθεια, γιατί ο Θεός θα μας κάψει. Είδατε το σεισμό; Για να σας τιμωρήσει έγινε. Εμπρός· μιλήστε.
Μπρος το φόβο για μεγαλύτερη τιμωρία, αρχίσαμε όλοι μαζί.
- Εγώ, μόνο έβλεπα.
- Όχι μόνο εγώ!
- Εγώ έβαζα την πλάτη μου να ανέβει ο Γιάννης.
Ήταν η πιο οδυνηρή ομολογία και τιμωρία μου. Η παιδική μου ψυχή πόνεσε, και το σπορ αυτό, σταμάτησε.
Μέχρι σήμερα, δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ πως θα πάρω κάτι που δε μου ανήκει. Νιώθω τη γης να τρέμει.
Για τους καινούργιους βέβαια, αυτά φαντάζουν εξωγήινα.