Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Σπάταλες σε ομορφιά οι καλοκαιρινές νύχτες. Όμορφες κι ατέλειωτες. Κυλούν αργά οι ώρες τους, όπως τα λεπτά της αναμονής σ’ εκείνες τις πρώτες αθώες ερωτικές συναντήσεις. Δυο γλάστρες στολίζουν το μικρό τραπέζι στο μπαλκόνι μου. Ένα κατακόκκινο γεράνι κι ένας μυρωδάτος βασιλικός. Μου φτάνουν… Τι παραπάνω χρειάζεται κανείς; Πιάνεις μια γωνιά και φτιάχνεις το ιδανικό, το πιο ασφαλές, το πιο ήρεμο καταφύγιο για να γλυκάνεις τις σκέψεις σου, να δροσίσεις τα όνειρά σου, να διώξεις μακριά τη σκιά του χρόνου. Κι όσο έχεις το κουράγιο, όσο δε διστάζεις να εκθέτεις τις ευαισθησίες σου, αφήνεις τη φαντασία να πλάσει ένα δικό της υπέροχο παρόν, μόνο για ν’ απολαύσεις αυτό που απλώνεται μπροστά σου.
Φυσούσε πολύ όλη την εβδομάδα, καθάρισε η ατμόσφαιρα και στον ουρανό μπόλικα τ’ άστρα που διανυκτερεύουν απόψε. Πιο πέρα, από ένα κομμάτι νιογέννητου φεγγαριού που μοιάζει να περίσσεψε από χτες, ασημένιες αντανακλάσεις στάζουν στην κλεψύδρα των πιο φευγαλέων συναισθημάτων. Είναι αλλόκοτα τα «περισσευούμενα» φεγγάρια του καλοκαιριού, πότε μισά και πότε ολόκληρα, έχουν πάντα κάτι ιδιαίτερο. Τα κοιτάς με τις ώρες περιμένοντας να σου δώσουν απαντήσεις σε ερωτήσεις που ποτέ δεν τους έκανες. Κι αυτά, πανάθεμά τα, αφήνουν τ’ ασήμια τους να στάζουν, να λικνίζονται, να χορεύουν, να ερωτεύονται το ένα τ’ άλλο κι είναι σα να ξαναχτίζεται ο κόσμος…
Πώς μπορείς να χορτάσεις την ομορφιά; Δε γίνεται, θαρρώ… πάντα αναζητάς, άπληστα κι αχόρταγα, κάτι παραπάνω... Μεγαλώνοντας, έχω συνειδητοποιήσει πως δε μαθαίνεις μόνο να έχεις υπομονή, αλλά να ζεις, έστω με την ελάχιστη ομορφιά που σου χαρίζει η επαφή με τα απλά πράγματα. Κρατάς ζωντανές τις αισθήσεις και την πόρτα των ονείρων πάντα ανοιχτή. Ανοιχτή, ακόμη και στην ουτοπία. Είναι ανθρώπινο να κάνεις όνειρα κι ας μην πραγματοποιούνται όλα…
Από μέσα φτάνει ένας γλυκός ήχος. Ένα παλιό, φθαρμένο βινύλιο παίζει, δίνει επίμονα στροφές κι αφήνει να ξεχύνονται νότες που φλερτάρουν με εποχές αλλοτινές, παλιές, λησμονημένες. Μαγεμένο το δοξάρι χαϊδεύει τις χορδές, έτσι… για το χατίρι της βραδιάς. Σταλάζει βάλσαμο και κάνει ακόμη και τα νυχτολούλουδα του κήπου να ονειρεύονται. Αυτή είναι η γοητεία της μουσικής. Τι άλλο, αλήθεια, θα γεφύρωνε τις αποστάσεις, θ’ άφηνε δρόμους ανοιχτούς για να σε ταξιδέψουν. Τι άλλο θα έβαζε μιλιά στο χτύπο της καρδιάς. Τι άλλο θα μπορούσε ν’ αγγίξει τις χορδές της ψυχής σου, να τις γλυκάνει...
Γι’ αυτό είναι υπέροχη η μουσική, γιατί απελευθερώνει τις αισθήσεις και σε οδηγεί στην ομορφιά… για να τη ζήσεις. Γι’ αυτό ίσως κάνει τόσο ρομαντικά τα βράδια, γιατί τα ντύνει με τη μαγεία που δεν την έχουν άλλες στιγμές. Την έχει, άλλωστε, αυτήν τη λυτρωτική και θεραπευτική δύναμη, σε κάνει να χάνεσαι στις νότες, ν’ αφήνεσαι στους ρυθμούς και ν’ απολαμβάνεις τη σιωπή του νου σου.
Είναι κι αυτές οι μελωδίες που επανέρχονται με της νοσταλγίας το χάδι -ιδίως τα καλοκαιρινά απόβραδα- για να ξοφλήσουν προσωπικούς λογαριασμούς, δίνοντάς σου αφορμές να ξεφυλλίσεις -γι’ άλλη μια φορά- τις αναμνήσεις.
Τις ακούς, κάτι σου θυμίζουν δίχως να μπορείς να προσδιορίσεις τι. Και τότε, σε στριμώχνουν στη γωνιά και σε βάζουν να ψάχνεις επίμονα, μέσα στο ντουλάπι των αναμνήσεων να βρεις τα ξεχασμένα σενάρια και τα πεταμένα αμοντάριστα πλάνα, να τα εντάξεις κι αυτά στην ταινία της ζωής σου. Απίστευτο, κι όμως συμβαίνουν κάτι τέτοια μαγικά τα καλοκαιρινά βράδια.