Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Φωνάζανε όλοι, παροτρύνανε και νουθετούσαν μικροί και μεγάλοι, όλοι για το καλό του, χωρίς κανένας να αφουγκράζεται το χοχλασμό στις τεντωμένες σαν τα δοξάρια, έτοιμες να σπάσουν, φλέγες του και κανείς να μη θωρεί τους ανέμους που φυσομανούσανε ολούθε να τον αφανίσουν.
Γονάτισε πια απ’ το μαρτύριό του.
Ένιωθε να του σώνεται το οξυγόνο.
Κι είχε πολύ δρόμο ακόμα.
Πάσκιζε να ανασάνει, μοχτούσε να κρατηθεί στη ζωή, μα, μια αράχνη τον είχε πλέξει με το μεταξωτό νήμα της και τον βάσταζε δεσμώτη.
Θωρούσε τα γαμψά νύχια των σαρκοφάγων φτερωτών τυράννων και τα κοφτερά δόντια σε ατσαλένιες σιαγόνες να τον κοντεύουν κι ανήμπορος ν’ αντισταθεί, υπέφερε, βογκούσε αθόρυβα, αιμορραγούσε φριχτά, υπέμενε κι έκλαιγε με το σφουγγάρι ποτισμένο χολή κι όξος στον ουρανίσκο για να τελέψει το πρόσταγμα τούτο πιο γρήγορα, πιο οδυνηρά, πιο θεαματικά.
Να δούνε κι οι άλλοι να παραδειγματιστούνε. Να προλάβουν θέλανε οι προστάτες του τα όποια λάθη του.
Τον αγαπούσανε, λέει, και θέλανε το καλό του. Κι εφεύρανε γυμνάσματα να χαλιναγωγήσουν ορμόνες, ενέργεια, αιστήματα και συναιστήματα, ψυχής εκρήξεις και νου ξεσπάσματα.
Ήτανε ζωηρός, λέει, κι έπρεπε να τον χαλιναγωγήσουν. Δεν είχε, δεν έπρεπε να έχει δικαίωμα σκέψης και έκφρασης.
«Είναι πολύ ικανός, μα ατίθασος», μουρμούρισε η μάνα κι έσφιξε πιότερο το χαλινάρι.
«Τέτοιοι ανθρώποι είναι επικίνδυνοι», συμπλήρωσαν οι άλλοι.
Κι έσερνε ο Φωτάκης την άμαξα με τις καμιτσιές να αυλακώνουν κορμί, νου και ψυχή του. Στάζανε αίμα κι έμπυος οι πληγές, μα θαρρούσε πως πια δεν πόναγε.
Δεν πόναγε γιατί ένιωθε μια ζέστη εσώτερη, μια φλόγα να απλώνεται και ν’ αγκαλιάζει όλο του το κορμί, μαζί και τον περίβολο, και μια σιγόκαυτη ειρηνικιά μπόμπα να γουργουρίζει σαν περιστέρα, να πυρώνεται, να αυτανάφτει και να πυρπολεί τη νύχτα για ν’ ανατείλει ο ήλιος ο ποθούμενος.
Κι έδωκε μια ο Φωτάκης, πέταξε δεσμά, οχτρούς, μαρτύρια, πρέπει και δεν πρέπει, σφεντονίχτηκε ως το ταβάνι, ξεγύμνωσε τη σπάθα του και, σαμουράι ανήμερος, σπάθιζε στον αγέρα με δίχως κανένα να αγγίζει, και μόνο την κορφή να αγκομαχεί μπας και σιμώσει.
Μια κορφή που, σούρθηκε, πόνεσε ξανά, μα λεύτερος και με ιδανικά φορτωμένος, με μπόρεση κι ικμάδα ποτισμένος, με της λευτεριάς το λάβαρο το πολύποθο να σείει και με σιγανές, μετρημένες κινήσεις, πάσκιζε να καταχτήσει.
Και, περήφανος, με ήθος, αγάπη, σεβασμό και σεμνότητα, τα κατάφερε, ανέβηκε στο χαράκι το απόμακρο. Στην κορφή. Στη δικιά του κορφή.
Κι εκεί, σφούγγιξε με της ζωής το μαντήλι ιδρώ και αίμα, στήθηκε ορθός, κάρφωσε τα πόδια στο βράχο, να ριζώσει με τη μάνα γης θέλησε ξανά, και ξάνοιξε προς της ανατολής την μπάντα. Να δει ήθελε το νιογέννητο ήλιο, ολομάτωτο κι αυτόν μα λαμπερό κι ελπιδοφόρο, να σκαρφαλώνει περήφανος στο στερέωμα.
Κι ως γίνηκε της φύσης ετούτο το θάμα, ένιωσε μιαν άλλη, μια πρωτόγνωρη δύναμη να πετιέται θαρρείς από το χαράκι μέσα, να τον διαπερνά, να τον αναβαφτίζει, να τον οπλίζει όνειρα ελπίδες και ευδαιμονία, γιατί ο Θεός τού δώρισε το μεγάλο αγαθό μιας καινούργιας μέρας. Και θωρούσε τη βρεφική τούτη μέρα να ξετυλίγεται με ελπίδες πως θα φτάσει την κορφή της πολύπαθης, πονεμένης, μα όμορφης ζωής του.
Μιας ζωής που μπορεί να πέρασε από συμπληγάδες πέτρες και σειρήνες πλάνες, μα όσο κι αν τον κυνήγησαν και του στερήσανε νερό και οξυγόνο, κατάφερε να την οδηγήσει ως τα δω.
«Δες, το λυκαυγές; Πορφυρίζει τον ορίζοντα, χαμογελά και με καλεί στο καινούργιο ξεκίνημα για τη σωτηρία μου», φώναξε δυνατά για να τον ακούσουν πτηνά ερπετά κι αγρίμια.
Κι ο Φωτάκης, ο κάθε Φωτάκης, ηύρε τη σωτηρία του...