Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο μπαμπάς κι ο θείος Χρύσανθος ήταν σχεδόν συνομήλικοι, ωραίοι άντρες, απόφοιτοι της Ανωτάτης και καρδιοκατακτητές. Ο πρώτος γόνος αστικής οικογένειας αλλά επαναστάτης, ο δεύτερος παιδί μεγαλοκτηματία πρόσφυγα και comme il faut. Ο θείος έφυγε στο εξωτερικό, έκανε περιουσία, είχε μια εταιρεία με γραφομηχανές στον πεζόδρομο της Κοραή, έμενε στη Φιλοθέη κι ερχόταν τα καλοκαίρια διακοπές να δει τη θεία του, τη γιαγιά μου και πεθερά του μπαμπά μου, και να τσακωθεί με τον τελευταίο. Σταθερή αφετηρία του καβγά, τα πολιτικά. Αμετανόητος ΠΑΣΟΚος ο μπαμπάς, ακροδεξιός ο θείος, μέσα της δεκαετίας τού ‘80 κάτω από τη συκιά στο Αυλάκι, πάνω από μια πιατέλα αστακούς, αρχίζανε τη φασαρία.
- Τι διαβάζεις, ρε; «Αυριανή»; Καλά, λοβοτομή σού κάνανε;
- Γιατί ο «Ελεύθερος Τύπος» είναι καλύτερος;
- Ρε συ Νικόλα, αλήτης είναι ο Ανδρέας! Ψεύτης και λαοπλάνος. Θα καταστρέψει τη χώρα.
- Ε, θα ‘ρθει ο Μητσοτάκης να τη σώσει! Μα τον αποστάτη, μωρέ, κάνατε πρόεδρο;
- Δεν μπορούσε ο μη μου άπτου ο Στεφανόπουλος να τα βγάλει πέρα με τον αληταρά τον Παπανδρέου! Ένας τέτοιος χρειαζότανε…
- Το ΠΑΣΟΚ θα δώσει χρήμα στον κοσμάκη, θα κάνει τη ζωή του καλύτερη! Αλλά πού να καταλάβεις εσύ; Εσύ είσαι μεγαλοκαρχαρίας!
- Γιατί είσαι εσύ λαϊκός ή τον παριστάνεις; Αστός είσαι, μωρέ, αστός με σοσιαλιστική ιδεολογία. Μπάσταρδος. Μου έβαλες το σκισμένο το σορτς…
- Γιατί, εσύ με τις μάρκες και τα φουλάρια τι παριστάνεις;
- Εσύ, θεία Δέσποινα, τι ψηφίζεις;
- Χρύσανθε, τις μελιτζάνες τις γέμισα για σένα. Με πολύ κιμά στην κατσαρόλα, όπως τις προτιμάς.
Ήταν παλιά συνήθεια να μεταφέρεται στην ταβέρνα κι η κατσαρόλα της γιαγιάς, που και περίφημη μαγείρισσα ήταν, Πολίτισσα γαρ, και πολύ ΠΑΣΟΚα, αλλά έλα που ως κλασσική πεθερά δε χώνευε τον πατέρα μου και δεν ήθελε να συμφωνήσει μαζί του ούτε καν στα πολιτικά. Στο σημείο αυτό παρενέβαινε πάντα ο Σίμος:
- Τα κρασιά είναι από μένα, αλλά σας παρακαλώ, βρε παιδιά, μη φωνάζετε. Γεμάτο είναι το μαγαζί.
- Εγώ δε φωνάζω, ο κύριος Νικολάκης από δω πιστεύει πως το κόμμα του θα φέρει στον κόσμο τον παράδεισο.
- Ε, ας τον φέρει η Δεξιά να φχαριστηθείς. Εγώ το λέω. Εσύ το πιστεύεις;
- Μόνο το κεφάλαιο θα κάνει τη χώρα δυνατή. Δε θυμάσαι ο Ωνάσης;
- Ναι, ένας ο Ωνάσης, ένας εσύ δύο, ένας ο Μητσοτάκης τρεις κι ο Καραμανλής τέσσερα. Πάρε πέντε κι από μένα.
- Εσύ ρε μεγαλοπασόκε, γιατί πήρες δεξιά γυναίκα;
Δεν απαντούσε ο Νικολάκης, σηκωνόταν, με βουτούσε, με έβαζε καβάλα στο σβέρκο του και με το τσιγάρο στο χέρι τραβούσε για το γιαλό.
- Μπαμπά, γιατί δεν κάνετε ένα κόμμα, να μη μαλώνετε;
- Βρε, κουτορνίθι, γίνεται, βρε, ΠΑΣΟΚ και δεξιά να γίνουν ένα; Πού ξέρει ο δεξιός το συμφέρον του κοσμάκη, να το νοιαστεί;
Δυο παλιοί φίλοι, που έγιναν και συγγενείς, μάλωσαν πολλές φορές πάνω από μισοφαγωμένες συναγρίδες και γεμιστά. Τα χρόνια πέρασαν, ήρθε το βρόμικο ‘89, πέρασα στο πανεπιστήμιο, η γιαγιά έφυγε, την επόμενη χρονιά ο Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός, ο θείος κορόιδευε τη Δήμητρα, ο μπαμπάς μου γκρίνιαζε για την αντιλαϊκή πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, πήρα πτυχίο, όταν ο Σαμαράς έριχνε το Μητσοτάκη, γύρισα από το Λονδίνο επί παντοκρατορίας Λιάνη κι ύστερα ήρθε ο Σημίτης κι η αρρώστια του θείου, που πάντα ονειρευόταν κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, αλλά δεν έζησε να τη δει. Ούτε κι ο πατέρας μου την πρόλαβε. Από κείνο το καλοκαιρινό τραπέζι, εκτός από τη θεία Ασπασία, σήμερα μείναμε μόνο τα παιδιά, ένα από αυτά με μια μικρή Χρυσάνθη, καθώς κι η εντύπωση ότι ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία είναι αφύσικο να κάνουν μαζί κυβέρνηση.
Τους θυμήθηκα την Κυριακή των εκλογών και τους δύο, λιγάκι συγκινήθηκα, λυπήθηκα κιόλας: να το πω συμβολικά, τον πατέρα μου!