Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μέρες πολλές το μυαλό σταματημένο, τα μολύβια ξεχασμένα στο βάζο, τα χαρτιά αδειανά, τα βιβλία παρατημένα σε μιαν άκρη, η ποίηση χωρίς νοήματα, οι λέξεις κενές.
Παρακολουθώ μονάχα τη ζωή από μακριά, ένα ξένο σώμα που ίπταται. Και βλέπει από ψηλά τη ζωή που κυλά κάθε μέρα και φεύγει. Σα να μη βρίσκομαι εγώ μέσα σε όλα αυτά. Μέσα στην ίδια τη ζωή, τη ζωή αυτή που κυλά μερικές φορές ερήμην μας. Και μεις δεν είμαστε μέσα. Τη ζωή αυτή που δεν έχει όνειρα, δεν έχει μουσικές, δεν έχει ποίηση. Ένα ποτάμι που κυλά ασταμάτητα, με ακατανίκητη ροή, με απερίγραπτο ρυθμό.
Ακόμη κι ο χρόνος, θαρρώ, χάνει την αξία του, όταν στο ενδιάμεσο διάστημα δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον.
Έτσι, λοιπόν, παρακολουθώ τα δρώμενα στον κόσμο, στους ανθρώπους γύρω μου, στους φίλους μου που αγαπώ, στα πιο κοντινά μου πρόσωπα. Και δεν έχω λόγια να πω. Όλα μού φαίνεται καμμιά φορά πως χάνουν το νόημά τους. Ακόμα κι οι λέξεις φτώχυναν εδώ και πολύ καιρό.
Όμως, απόψε αυτή η άγουρη ομορφιά της Ανοιξιάτικης νύχτας με κάνει να σωπαίνω. Να σωπαίνω και ν’ αφουγκράζομαι... το θρόισμα των φύλλων έτσι όπως τ’ ανέμισε τ’ αγέρι. Τις όμορφες ευωδιές των λουλουδιών που μόλις τόλμησαν ν’ ανθίσουν και τις πήρε αυτή η αύρα η θαλασσινή και τις έφερε πρίμα στα παράθυρά μας. Τις ανακάτεψε με τ’ αγριολούλουδα των δρόμων...
Ξεγελάστηκα, δυσκολεύομαι να ξεδιαλύνω ποιες είναι οι μυρωδιές της μαργαρίτας, των κρίνων, της πετούνιας, των τριαντάφυλλων, των γαρουφαλλιών...
Ένα συνονθύλευμα ακράτητης ευωδιάς, που σκορπίστηκε στη ήσυχη νύχτα, στην απάνεμη σιωπή.
Όλα μυρίζουν Άνοιξη, όλα μυρίζουν καλοκαίρι. Ακόμα κι ο ήχος των κυμάτων στ’ ακρογιάλι έτσι όπως ήρθαν βιαστικά απ’ το πέλαγος, μετά από ένα Ανοιξιάτικο μικρό μπουρίνι.
Τ’ αστέρια που τρεμοσβήνουν δειλά στον ουρανό, γιατί ένας μικρός βοριάς πήρε και τα φοβέρισε! Κι ένα φωτεινό φεγγάρι κάνει πως μου χαμογελά κι ύστερα σβήνει και χάνεται στο βάθος μακριά στη θάλασσα.
Τα κελαηδίσματα των πουλιών, οι δυνατές φωνές μιας κουκουβάγιας, το υπέροχο τραγούδι τ’ αηδονιού, η νύχτα αυτή που αναπνέει, όχι αθόρυβα, αλλά με μουσικές φωνές και χιλιάδες μυρωδιές, αυτή η νύχτα μιας Άνοιξης που ήρθε επιτέλους μέσα απ’ τα δυσκολοδιάβατα μονοπάτια ενός θλιβερού χειμώνα, μέσα απ’ τις κρυφές ελπίδες της καρδιάς μας. Και περπατά ανάλαφρα από τ’ αγέρι, σε ποιήματα, σε μουσικές εξαίσιες, σε μυρωδιές και ευωδιές, σε αναρίθμητα χρώματα και σε τραγούδια.