×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 1

Θα ξαναφέξει, άνθρωπέ μου...

27/04/2012 - 20:33

Γρήγορα ξεμπλέξαμε εφέτος, χωρίς τις ατέλειωτες ουρές για τον έλεγχο του Immigration όταν ήρθαμε Miami, με μόνο τα δαχτυλικά αποτυπώματα και φωτογραφίες που μας πήρανε λες κι ήμασταν κατάδικοι, και, φιλιά, αγκαλιές με τη Μάχη που μας περίμενε.

Γρήγορα ξεμπλέξαμε εφέτος, χωρίς τις ατέλειωτες ουρές για τον έλεγχο του Immigration όταν ήρθαμε Miami, με μόνο τα δαχτυλικά αποτυπώματα και φωτογραφίες που μας πήρανε λες κι ήμασταν κατάδικοι, και, φιλιά, αγκαλιές με τη Μάχη που μας περίμενε. Μπήκαμε στο καινούργιο αυτοκίνητό της με τους αυτοματισμούς, ξέρεις, το κλειδί στην τσέπη κι αυτό να πορπατεί, να του μιλάς και να σου απαντά, να σου δίνει κάθε πληροφορία, να σου δείχνει το δρόμο και να σε μουντζώνει άμα δεν πας καλά με την όπισθεν κι άλλα τέτοια φοβερά, φτάσαμε σ’ ένα μεγακτήριο, «μην κατεβείτε», μας λέει η Μάχη, και συνέχισε να οδηγεί σαν σε σαλίγκαρο και ν’ ανεβαίνουμε ίσαμε τον δωδέκατο όροφο που ήταν το πάρκινγκ που αντιστοιχούσε στο διαμέρισμά της.

Βγήκαμε, έδειξε σ’ ένα μαύρο κουτάκι κολλημένο στον τοίχο ένα μικρό πλαστικό αντικείμενο που κρατούσε, άνοιξε η πόρτα, βρεθήκαμε στο ασανσέρ. Κάτι έκανε πάλι, απογειωθήκαμε για να βρεθούμε στο διαμέρισμα 4527.

 

Πολυτέλεια, αυτοματισμοί, αλαβάστρινα πατώματα, καθρέφτης, ανέσεις, και μια τεράστια βεράντα (που λέγαμε προχτές) στην πάντα γαληνεμένη θάλασσα, και τη μαρίνα με τα πανάκριβα κότερα από κάτω μας, με την πισίνα και φοίνικες στην εξοχή του εντέκατου ορόφου, και την Καραϊβική παραπέρα να ερωτοτροπεί με τα ταξιδιάρικα αδρά σύννεφα, αυτά που μόνο σε μέρη χωρίς βουνά και φαράγγια, δίπλα στον ωκεανό, μπορεί κανένας να απολαύσει.

Εδώ μέναμε, ζωή και κότα που λένε, θέλησα ένα μεσημέρι να κατέβω κάτω να χαζέψω τους γερανούς και τα ελικόπτερα που σάζανε πιο πέρα έναν καινούργιο ουρανοξύστη, μου δώσανε οδηγίες μη χαθώ, συμβουλές τι ναι και τι όχι, κι έφυγα. Περιπλανήθηκα, θάμαξα τεχνολογία, οργάνωση, τάξη και νομοτέλεια, καμμιά φορά γύρισα. Τα ασανσέρ, πάλι δεν κουνάγανε. Πάω στη ρεσεψιόν, το και το λέω, μένω στης κόρης μου, πήραν αυτοί τηλέφωνο, σιγουρεύτηκαν πως είχα καλό σκοπό και δεν ήμουνα όπως φαινόμουνα κακοποιός, μου χαμογέλασαν και μου δείξανε το ασανσέρ που, μόλις πλησίασα, από μακριά με μυρίστηκε, άνοιξε η πόρτα του, μπαίνω, και βλέπω πατημένο το κουμπί για το 45ο όροφο. Έκλεισε η πόρτα, πήρε φόρα και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρισκόμουν 150 μέτρα απάνω, στον προορισμό μου.
«Τι θαρρείς, πως είναι Σφηνάρι που κοιμάσαι με ανοιχτές πόρτες;» σκέφτηκα.

Κι εδώ πάλι καλά. Αλλού, δεν μπαίνεις με τίποτα. Λίγο παραπέρα, ας πούμε, στο σπιτάκι με τα 1.128 διαμερίσματα, πλησιάζεις την πόρτα, τη χαδεύεις, κι ω ανάθεμά την, άμα αναγνωρίσει τα δαχτυλικά σου αποτυπώματα ανοίγει. Αλλιώς, πας με τους σπάνιους εκούσιους άστεγους που κοιμούνται στις κλιματιζόμενες εισόδους των πολυκαταστημάτων και το πρωί πλένονται στην κάτασπρη εξωτική παραλία του Ατλαντικού, με τα πανάκριβα ξενοδοχεία, τα μπαρ, τα λουλούδια, ορχιδέες και σπάνια δέντρα φυτεμένα δεξόζερβα στον ξύλινο, πολλά χιλιόμετρα μήκος πεζόδρομο, τον καρφωμένο σε παλούκια μπηγμένα στην άσπρη άμμο.

Εδώ, που λες, περπατούσα ένα απομεσήμερο, εκατοντάδες κόσμος δίπλα μου, σκυθρωποί ή γελαστοί, χωρίς αληθινά πρόσωπα, με μια ευγένεια πλαστική σαν τις τομάτες τους, μια συμπεριφορά τυποποιημένη, φαστφουντάδικη και μια τάξη ζηλευτή, ρομποτική κι εύθραυστη. Κι εκεί που περπατούσα βρέθηκα στην κοραλλένια άμμο, ξυπολύθηκα, διάβαινα, μου χάδευαν τα πόδια σμαραγδένιες γλώσσες της Καραϊβικής, σκουντουφλούσα κοράλλια, χαιρόμουν, κι άξαφνα φύσηξε ένας αγέρας, μάζωξε τα αλανιάρικα σύννεφα, παίξανε με το φως κρυφτό, ξέσπασε μια λιγόλεπτη τροπική καταιγίδα, ένα διπλό ουράνιο τόξο, κι αυτό πληθωρικό, εμφανίστηκε, σφάληξα τα μάτια και ονειρεύτηκα.

Ομηρικά συμπλέγματα ένιωσα, οδύσσεια βέλη με τρυπήσανε, εξαερώθηκα θαρρείς, κι ανέβαινα, ανέβαινα, σφηνώθηκα στα σύννεφα, κι όλο ανέβαινα, βρόντηξε, αστροπελέκι ήταν κι έπεσε, τυφώνας ξέσπασε, μ’ άρπαξε, ένα σημαδάκι φάνταζα στην απεραντοσύνη που βρέθηκα, κι όλο να κολυμπώ στο κενό, να φεύγει η γης από κάτω μου, να βλέπω τη σφαίρα να γυρίζει, και να σταματώ ξυστά τη θάλασσα τη γαλάζια, την καματερή, σ’ ένα νησί που έπεσα απάνω.

Στοργικό, ολόγιομο ειρήνης και δόξας τα δέντρα ήτανε, λουλούδια και βότανα φυτρώνανε, αρώματα και οράματα μοσκομυρίζανε.
Άνοιξα τα μάτια μου, το γνώρισα ευτύς. Το νησί με την πλανευτική λύρα της Σαπφούς το χιλιοτραγουδημένο ήτανε. Η Λέσβος.
Έκλεισα πάλι τα μάτια μου, ένιωσα την ελευτερία να φτεροκοπά κι άκουσα φωνή πεντακάθαρη.
- Κάτσε εδώ, στ’ αγιασμένα χώματα, δίπλα στων προγόνων σου τα οστά. Τα παναθύρια που καμπόσοι ανεγκέφαλοι κλείσανε θα τ’ ανοίξουμε πάλι. Και να δεις, θα ξαναφέξει η ευτυχία.
Τι άλλο γυρεύεις, άνθρωπέ μου.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey