Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Σε σένα κι απόψε θα σταθώ. Γυναίκα με τα ηγεμονικά αιτήματα και τα ανύπνωτα βράδια σου.
Κατοπτρική, εικόνα, εκστατική, που τους καιρούς φευγαλέα ξεγέλασες, της τρεμάμενης δοσοληψίας την υπόσχεση ζητιανεύοντας.
Απαρηγόρητη, ηττημένη ανάμνηση όσων να υπάρξουν ποθήσανε, αλλά στην αυταπάτη του μηδενός απροκάλυπτα τελματώθηκαν.
Περνώντας τη γεύση από τα χείλη σου αντιστάθηκα στα κατηγορητήρια των αιώνων.
Καιροφυλακτώντας την αγκαλιά σου, με τις ερινύες του βίου μου συνοδοιπόρησα.
Κοιτώντας απερίσκεπτα τα μάτια σου, τους παγωμένους παραλλήλους περιδιάβηκα.
Το ανεξίτηλο γέλιο σου χαρτογράφησα και τον περίπλου της οικουμένης κατάφερα.
Και αποτόλμησα, τα ελιξίρια ανακατεύοντας της απόγνωσης, τις απειλές των κολαστηρίων σου να ανασκευάσω.
Αχειροποίητη ζωγραφιά, που για μια στιγμή τον τρόμο της λεπίδας ενσάρκωσες και στη μοναξιά της λατρείας, του φθόνου, της ικεσίας ενέδωσες.
Ιμερτή εσύ γυναίκα. Απρόσιτη, ανοίκεια, με τις μυρωδιές της άνοιξης και της αμφιβολίας συμφιλιωμένη.
Την αδοκίμαστη ομορφιά σου σε πορνεία αρχαία εξαργύρωσα και λαχταρώντας τη σάρκα σου σε κρεβάτια μουχλιασμένα παζάρεψα.
Πριν θάνατος γίνεις, για σένα σταυρώθηκα.
Στολίδι πριν φορέσεις την έπαρση, τις τύψεις για χάρη σου εξημέρωσα.
Αντιπερισπασμός στην οδύνη γίνε, την εξιλέωση δωροδοκώντας των ανομημάτων μου.
Τη λαγνεία σου επιπόλαια, όπως πάντα, κι αναίτια ξόδεψε, θωπείες στης μοίρας την ετυμηγορία προσφέροντας.
Ιδανικά την ακινησία ντύσου.
Κι έλα, σαν κάθε βράδυ, στα τοπία τα άγνωστα των λεπτομερειών σου, προσκυνητή, ανέστιο να με υποδεχθείς.
Η ψυχή σου σε μένα ασυλλόγιστα θα επιστρέφει, τους δεσμώτες, που σε λαιμητόμους σε ξάπλωσαν, να εξαγνίζει.