Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Με τέτοια ένταση με προσδιόρισες, που ταυτίστηκες με τους ιδεατούς εαυτούς μου, ώστε να μην μπορώ να ξεχωρίσω πλέον αν λάτρεψα εσένα ή την εικόνα μου, καθώς φεγγοβολούσε κοιτώντας την αρμονία σου.
Ακόμα και σήμερα που ο απόηχος από τα γαλάζια μάτια σου ξεθύμανε και η θύμηση του πάθους νοθεύτηκε από τους περασμένους καιρούς, μπορώ, κάποιες απροσδόκητες βραδιές, που ανέστιες οι ελπίδες μου ενδίδουν, να ξαναζώ τις αφορμές του κορμιού και τους μύθους της παραζάλης σου. Ορόσημο της ζωής μου κάθε λεπτό, που καθαγιάστηκε στα χείλη σου και αλαβάστρινες οι ώρες, οι αφιερωμένες σε σένα.
Η λάμψη σου ψυχορραγεί ανεπαίσθητη μες στις ασήμαντες στιγμές, θυμίαμα από το παρελθόν και θυσιαστήριο στην ανεξέλεγκτη πορεία, που με καταδίκασαν τα χρόνια της φυγής σου.
Έχεις τις απαρχές σου στη νιότη, την τόσο μακρινή, την ξένη και την ιδανική, που με πληγώνει, καθώς απαριθμεί όλα όσα δεν μπόρεσα να γίνω.
Σε αναζητώ τώρα περισσότερο από ποτέ, γιατί στα λίγα σ’ αγαπώ που για μένα πρόφερες, και στα λόγια τα δεητικά, που ζητιάνεψα από τα χείλη σου, συνόψισες βίαια και εμφαντικά τις προσδοκίες, τις ελλείψεις, τη λαχτάρα του χώματος και της σάρκας να γευτεί το θαύμα, που του χαρίστηκε.
Με τόση ορμή και βουητό ανέτρεψες τις αλήθειες μου, έτσι που να βλέπω στον υετό και στο πείσμα των ανθρώπων τη σύγκρουση, που γεννά την εξέλιξη, το δευτερόλεπτο, που κοροϊδεύει το θάνατο, την έξαψη, που αψηφά την οδύνη.
Με τόση φωτιά χαλύβδωσες την ψυχή μου, που αντέχω την ασυμμετρία των ονείρων μου, αντιστέκομαι στις λιποταξίες του νου και υποκρίνομαι στις νομοτέλειες της ειμαρμένης.
Γιατί την ώρα που σε άγγιζα, εξημέρωνες τις αντινομίες μου και τα φιλιά σου συμφιλιώνονταν με την απειλή και την οίηση της απουσίας σου, ανεξάλειπτα καθώς ξέσκιζαν τους δισταγμούς και την αμφιβολία.
Γιατί μόνο το δέρμα σου εξιλέωνε την προαιώνια ενοχή και περιγελούσε την αυταπάτη των εγκοσμίων.
Και τώρα, που θα αντάλλαζα για μια σου κατάφαση όλες τις επιλογές και τις κατοπινές προοπτικές μου, ο έρωτάς σου είναι αυτός, που με λαγνεία ελαφρώνει τις μεταμέλειες και αναμοχλεύει την ηδονή, παρά τη φθίση και την παρακμή των κυττάρων.
Επειδή υπήρξες ανάπνευσα τους χρόνους που με καταδίωξαν και επειδή ενώθηκα μαζί σου την οικουμένη κατάφερα να συμβολίσω.
Και μόνο δυο μάτια, από όλα όσα με διαπέρασαν, και σένα ακόμη να περικλείσουν και να προσπεράσουν κατόρθωσαν, δυο μάτια με του μέλλοντος την πυρκαγιά και όχι με των αλλοτινών τη νοσταλγία και τη σύνεση και την ουτοπία.
Τα μάτια της κόρης μου.