Α΄ Μέρος

Τη Γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική...

19/02/2024 - 11:30

Όπως είναι γνωστό, η 9η Φεβρουαρίου έχει ανακηρυχθεί διεθνώς «Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας». Ψάχνοντας το αρχείο μου βρήκα ένα ολοσέλιδο άρθρο που είχα δημοσιεύσει στις 7 Ιουλίου του 2002 στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Κυριακάτικα Αιολικά» - δεν εκδίδεται πια- με τίτλο S.A.G.A.P.O ή Σ’ΑΓΑΠΩ; Αφορμή υπήρξε η συμμετοχή της χώρας μας στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού, τον γνωστό ως Eurovision. Η αποτυχία της συμμετοχής αυτής ήταν παταγώδης και, όπως έγραφα τότε, «κανείς δεν ενοχλήθηκε από το γεγονός πως η Ελλάδα βγήκε από όλη αυτή τη διαδικασία ως μια χώρα ‘‘άγλωσση’’ ή, καλύτερα, ως μια χώρα που έχει την αγγλική όχι δεύτερη γλώσσα αλλά πρώτη».

Φαίνεται, όμως, πως, σε αντίθεση μ’ εμάς που κακοποιούμε τη γλώσσα μας με πολλούς τρόπους, οι ξένοι έχουν κατανοήσει τη μεγάλη αξία και προσφορά της και γι’ αυτό την τιμούν με τον δικό τους τρόπο. Πράγματι, η ελληνική γλώσσα ενσωματώνει όλες τις υλικές, ηθικο-πνευματικές και αισθητικές αξίες που δημιούργησε ο ελληνικός λαός στη διάρκεια της ιστορικής του ανέλιξης και κληροδότησε στην ανθρωπότητα. Και η ιστορία αυτή είναι μακραίωνη. Όπως είναι γνωστό, στην αρχαιότητα υπήρχαν τρεις βασικές διάλεκτοι, η ιωνική, η αιολική και η δωρική. Στις τρεις αυτές διαλέκτους γράφτηκαν πολύ σημαντικά κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ας σημειωθεί πως κάθε λογοτεχνικό είδος είχε συνδεθεί με μία ειδική διάλεκτο με βάση το είδος του ή την περιοχή της παραγωγής του. Έτσι, η χορική ποίηση είχε συνδεθεί με τη δωρική διάλεκτο και οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί ποιητές, ο Αθηναίος Σοφοκλής, για παράδειγμα, έγραφε τα χορικά των έργων του στη δωρική διάλεκτο. Τούτο, όμως, σημαίνει πως οι Αθηναίοι, αν και δεν μιλούσαν τη διάλεκτο αυτή, εντούτοις την καταλάβαιναν.

Πέρα από αυτές τις διαλέκτους υπήρχε και η αττική διάλεκτος που κατόρθωσε με την πάροδο του χρόνου και την προοδευτική υποχώρηση των υπόλοιπων διαλέκτων να τις παραμερίσει και να επικρατήσει. Η υιοθέτηση της αττικής διαλέκτου από τους Μακεδόνες, ιδιαίτερα την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, συντέλεσε, ώστε αυτή να εξαπλωθεί σε μεγάλη κλίμακα μέσα στον ελληνικό χώρο και έξω από αυτόν μέχρι και την Ινδία και να επιβληθεί σαν «γλώσσα πολιτισμού» (kultursprache) και σαν «γλώσσα των συναλλαγών» (lingua franca). Έτσι, η αττική διάλεκτος εκείνη την εποχή έγινε κατά κάποιο τρόπο διεθνής γλώσσα, όπως είναι σήμερα η αγγλική.

Η εξέλιξη, όμως, αυτή είχε και μια άλλη διάσταση. Πρώτη φορά τότε, την Αλεξανδρινή εποχή (300 π.Χ.-300 μ.Χ.), δημιουργήθηκε από την αττική διάλεκτο μια υπερ-διαλεκτική γλώσσα, μια γλώσσα κοινή, που είναι γνωστή ως «Αλεξανδρινή Κοινή», μια απλουστευμένη και εξελιγμένη μορφή της αττικής διαλέκτου. Αυτή η Κοινή δεν έπαψε να εξελίσσεται μέχρι που τον 19ο και ιδίως τον 20ο αι., πήρε τη σημερινή της μορφή, τη γλώσσα που μιλούμε και γράφουμε σήμερα, δηλαδή τη δημοτική. Βέβαια, από τον 1ο αι. π.Χ. εμφανίστηκε το λεγόμενο κίνημα των Αττικιστών που αποσκοπούσε στην επιστροφή στη γνήσια και ανόθευτη μορφή της αττικής διαλέκτου. Το κίνημα αυτό, ο λεγόμενος Αττικισμός, η γλωσσική μίμηση της ελληνικής γλώσσας της κλασικής περιόδου, είχε ως αποτέλεσμα τη διαμάχη ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, που είναι γνωστή ως «Γλωσσικό Ζήτημα». Η διαμάχη αυτή πήρε τη μορφή «γλωσσικού διχασμού» και «γλωσσικού εμφυλίου» που έληξε επίσημα το 1976, όταν η τότε Κυβέρνηση καθιέρωσε την ομιλούμενη δημοτική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους.

Είναι, πάντως, σημαντικό να κατανοηθεί πως ποτέ στη χώρα μας δεν υπήρξε διγλωσσία (bilingualism), όπως λένε μερικοί, αλλά υπήρξε διμορφία (diglossia) της ίδιας ενιαίας γλώσσας. Η αρχαία και η νέα ελληνική γλώσσα, η καθαρεύουσα και η δημοτική, δεν είναι διαφορετικές γλώσσες, αλλά είναι μορφές της ίδιας γλώσσας. Από την Κοινή γλώσσα της αλεξανδρινής εποχής προήλθε εξελικτικά η καθαρεύουσα και από αυτή προέκυψε η δημοτική. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι ο Τριανταφυλλίδης θεώρησε τη γλώσσα του Ευαγγελίου «πρώτο δημοτικισμό».

Η «Αλεξανδρινή Κοινή» γλώσσα έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της Νέας Ελληνικής και σφράγισε την ιστορική της εξέλιξη. Σε αυτή γράφτηκαν τα τέσσερα Ευαγγέλια, τα κείμενα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, η Θεία Λειτουργία και η Υμνολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και σ’ αυτή μεταφράστηκε η Παλαιά Διαθήκη από τους Εβδομήκοντα. Με τον τρόπο αυτό η ελληνική γλώσσα άσκησε μεγάλη επίδραση σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Από την άλλη πλευρά, η απλή καθημερινή μας γλώσσα επηρεάστηκε πολύ από τη γλώσσα του Ευαγγελίου. Αυτή διασώζει πλήθος λέξεων και φράσεων που προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή.

Και είναι πολύ πλούσια η γλώσσα μας. Ο Μ. Τρανταφυλλίδης διακρίνει τρία στρώματα του ελληνικού λεξιλογίου:

Στο πρώτο στρώμα κατατάσσει τις λέξεις που υπήρχαν εξαρχής στην ελληνική γλώσσα και έφτασαν μέχρις εμάς αυτούσιες ή με κάποιες φωνητικές ή άλλες αλλαγές. Αυτές οι λέξεις μπορεί να είναι αρχικές ή ινδοευρωπαϊκές, όπως άντρας, πατέρας, είμαι, καλός κλπ., προελληνικές, όπως θάλασσα, χρυσάφι, Λυκαβηττός, Παρνασσός κλπ., ανατολίτικες, όπως παράδεισος (περσική), περιστέρι (σημιτική) κλπ., εβραϊκές και αραμαϊκές, όπως σατανάς, Σάββατο, Πάσχα κλπ., και λατινικές, όπως πόρτα, σκάλα, τούβλο, κελί κλπ.

 

Στο δεύτερο στρώμα κατατάσσει λέξεις που από την εποχή του Χριστού μέχρι το 1800 μπήκαν στο ελληνικό λεξιλόγιο μέσω της επίδρασης ξένων γλωσσών που προήλθε από τις φιλικές ή εχθρικές σχέσεις και επαφές των Ελλήνων με τους λαούς που τις μιλούσαν. Αυτές οι λέξεις προέρχονται από τις βαλκανικές γλώσσες, όπως κοτέτσι, ντόμπρος (σλαβικές), μπουμπούκι, στουρνάρι (βλάχικες), γκιόνης, φλογέρα (αρβανίτικες) κλπ., από την Ιταλική, όπως καπετάνιος, σαλπάρω, βαρέλι κλπ., από την Τούρκικη, όπως μεζές, τσεσμές, ντουβάρι κλπ., και από την Αραβική, όπως άλγεβρα, καραμέλα, καφές, ζενίθ κλπ.

Πρόκειται για λέξεις ξενικής προέλευσης, κυρίως τουρκικές και βενετσιάνικες, που εισήχθησαν στο σώμα της ελληνικής και αφομοιώθηκαν (λαϊκές λέξεις). «Όλες αυτές τις λέξεις», λέει ο Πλωρίτης, «η γλώσσα μας τις αφομοίωσε, τις εξελλήνισε, τις έκανε σάρκα της σάρκας της. Τόσο που, σήμερα, δύσκολα θα πίστευε κανένας πως ο περιπόθητος ‘παράδεισος’ λ.χ. είναι περσικός, η αγνή ‘περιστερά’ είναι σημιτική, ο καταχθόνιος ‘σατανάς’ εβραϊκός ή η ‘κούνια’ που μας κούνησε λατινική». Θόλωσαν την αττική καθαρότητα της άλλοτε αγνής και άφθαρτης ελληνικής γλώσσας, αλλά παράλληλα την πλούτισαν λεξιλογικά και εκφραστικά, επειδή ανταποκρίνονταν στις συνθήκες και τις ανάγκες της κάθε εποχής. Έτσι, η γλώσσα μας δεν έχασε εξαιτίας τους ούτε την ‘προσωπικότητά’ της ούτε την ‘αρμονία’ της.

Στο τρίτο στρώμα του ελληνικού λεξιλογίου ο Τριανταφυλλίδης κατατάσσει ξένες και λόγιες λέξεις που μπήκαν στη γλώσσα μας από την αρχή του περασμένου αιώνα. Οι λέξεις αυτές προέρχονται από την αγγλική, όπως ρεκόρ, σάντουϊτς, κόρνερ κλπ., από τη γαλλική, όπως μπλούζα, πούδρα, λικέρ, φοντάν κλπ. και από τη γερμανική, όπως βερμούτ, τσίγκος, ποτάσα κλπ.

Πέρα από αυτές τις ξένες λέξεις το λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας εμπλουτίστηκε από λόγιες λέξεις που δημιούργησαν κατά τους δυο τελευταίους αιώνες οι συγγραφείς και οι λόγιοι, για να εκφράσουν νέες έννοιες της τέχνης, της επιστήμης και γενικότερα του τεχνολογικού πολιτισμού, όπως οι λέξεις γυμνάσιο, φωτογραφία, τηλέφωνο, τηλεόραση κλπ. (Συνεχίζεται).

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey