Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Καταρχήν στο σημερινό άρθρο θα ήθελα να αρχίσουμε με μια διαπίστωση ή καλύτερα με μια ένσταση.
Κακώς λέγεται και έχει θεωρηθεί ως η έβδομη τέχνη ο κινηματογράφος. Είναι εντελώς άτοπο και εντελώς άδικο.
Ως γνωστόν οι Καλές Τέχνες είναι παλαιόθεν έξι: η ποίηση, η μουσική, ο χορός, η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική.
Η γέννηση του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα ενσωμάτωσε και διέπλεξε τις τέσσερις πρώτες καλές τέχνες (ποίηση, μουσική, χορό και σκηνογραφία) με αξιοθαύμαστο τρόπο και δικαίως δικαιούται να αποκαλείται η «έβδομη τέχνη».
Ο κινηματογράφος, παρόλο που υποκατέστησε τεχνικά το θέατρο και εξακολουθεί να έχει θερμούς θιασώτες, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να σφετεριστεί την τιμή του θεάτρου και ούτε και αποτελεί νέα και ξεχωριστή τέχνη με την έννοια που αποδίδεται στις λεγόμενες Καλές Τέχνες. Το θέατρο λοιπόν δικαιωματικά είναι η έβδομη τέχνη.
Το θέατρο υπήρξε η ανώτατη παιδαγωγική τέχνη που γεννήθηκε και μεγαλούργησε μέσα από τα σπλάχνα αυτού του υπέροχου πολιτισμού.
Η τραγωδία -γιατί περί αυτής κυρίως πρόκειται- είναι μια υψηλή τέχνη μέσω της οποίας ο θεατής αναλογίζεται τα προβλήματα του βίου και τα βάσανα της ζωής και «ανακουφίζεται» (που σημαίνει κυριολεκτικά η ψυχή του αλαφραίνει και πετάει ψηλότερα) με τη δικαίωση και την κάθαρση.
Έναν πρώτο ορισμό, μια πρώτη περιγραφή του θεάτρου μάς κάνει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του, κι από εκεί μέχρι σήμερα έχουν χυθεί τόνοι μελάνης να εξιχνιάζουν και να εκθειάζουν αυτή τη σπουδαία ανθρώπινη σύλληψη.
Διάβαζα τις προάλλες τα εκπληκτικά φιλοσοφικά και κριτικά δοκίμια του Κωστή Παπαγιώργη, και συγκεκριμένα το «Λάδια ξίδια» για την πορεία τής γλώσσας και τους τρόπους έκφρασής της.
Σ’ ένα κεφάλαιο ασχολείται με τον Νίτσε, αυτόν τον ωμό και φανατισμένο φιλόσοφο, πλην οξυδερκή και τέλειο γνώστη και λάτρη (αν και κάποιες φορές επιλεκτικά) της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
«Σε κάποιο απόμερο μυχό του απέραντου σύμπαντος, γράφει, υπήρξε ένα άστρο όπου ευφυή όντα επινόησαν τη γνώση. Ήταν η πιο αυθάδης και ψεύτικη στιγμή τής παγκόσμιας ιστορίας!». Ακραία μηδενιστική διαπίστωση.
Ίσως τον πρόλαβε με κάποιο τρόπο ο Σωκράτης με το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Ο Νίτσε έδειξε με το σύνολο των έργων του ότι ήθελε χωρίς οίκτο και χωρίς συμβιβασμούς να γκρεμίσει όλα τα κάστρα της παραδοσιακής φιλοσοφίας.
Πάντως αναγκάστηκε να αποδώσει τα εύσημα στην αρχαία ελληνική τέχνη και ιδίως στην τραγωδία που προσπάθησε να την κατανοήσει και να την αποκρυπτογραφήσει όσο λίγοι φιλόσοφοι στην ιστορία της ανθρωπότητας.
«Η τραγωδία, λέει, είναι μια νίκη της ομορφιάς πάνω στη γνώση». Όλη η ανθρώπινη φύση και ιδιοσυγκρασία διακυμάνθηκε ανάμεσα στις επιθυμίες δύο αρχαίων θεών: του Διονύσου και του Απόλλωνα.
Ο Διόνυσος είναι η απροκάλυπτη, η αληθινή ζωή και ο Απόλλωνας είναι η επιτηδειότητα, η τέχνη. Αυτή λοιπόν, και συγκεκριμένα η τραγωδία, είναι ακριβώς η σωτηρία μέσω του απολλώνειου ψεύδους. Η εξισορρόπηση του διονυσιακού με τον αντίποδά του.
Είχαν βέβαια προηγηθεί οι περιγραφές του Πρόκλου που έγραφε στο έργο του «Εις Τίμαιον ότι «το μεν γαρ διαιρείν Διονυσιακόν, το δε εναρμονίως πάντα τελειούν Απολλωνιακόν».
Φτάνει δε ο Νίτσε στο σημείο να δηλώσει (στη «Θέληση της δύναμης») ότι «αν υπάρχει κάτι το θείο, αυτό είναι το ψεύδος, όχι η αλήθεια».
Και ίσως είναι αυτή η μαγική και παραμυθητική δύναμη που μας τραβάει στο θέατρο (και στον κινηματογράφο) να ξεχάσουμε και να γλυκάνουμε αυτή τη ζωή .....