Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Τη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκαν στην έννομη τάξη της χώρας μας οι λεγόμενες «ανεξάρτητες αρχές». Αυτές είναι στην πλειοψηφία τους συλλογικά διοικητικά όργανα ή δημόσιες υπηρεσίες που έχουν ενταχθεί στο Δημόσιο. Ορισμένες από αυτές είναι κατοχυρωμένες από το Σύνταγμα που με το άρθρο 101 Α ρυθμίζει τη διαδικασία επιλογής των μελών τους, θέτει τους βασικούς κανόνες λειτουργίας τους, καθορίζει τις αρμοδιότητές τους και κατοχυρώνει την ανεξαρτησία τους. Οι περισσότερες, όμως, προβλέπονται από την κοινή νομοθεσία και η σύστασή τους αποτελεί εκπλήρωση υποχρέωσης της χώρας μας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βέβαια, διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατό μια Αρχή της οποίας τα μέλη προέρχονται από τα κόμματα, έστω και αν αυτά επιλέγονται με αυξημένη πλειοψηφία (3/5) από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, να είναι ανεξάρτητη. Γνωρίζουμε πως πολλές εφημερίδες διακηρύσσουν πως είναι ανεξάρτητες, αλλά στην πραγματικότητα ασκούν προπαγάνδα υπέρ της εκάστοτε κυβέρνησης ή κάποιου κόμματος. Γνωρίζουμε, ακόμη, πως ο συνδικαλισμός διατείνεται πως είναι «αδέσμευτος» και «ανεξάρτητος», αλλά τη δεκαετία του 80 πολλοί πρόεδροι συνδικαλιστικών οργάνων, ενώ δημιουργούσαν, υποτίθεται, προβλήματα στην εκάστοτε κυβέρνηση με διαδηλώσεις, απεργίες, στάσεις εργασίας κ.λπ., αυτή η ίδια η κυβέρνηση τους τοποθετούσε σε θέσεις Νομαρχών κ.λπ., για να τους αμείψει για το έργο τους! Πολλοί, δηλαδή, που δηλώνουν ανεξάρτητοι δεν είναι καθόλου ανεξάρτητοι.
Μια τέτοια αρχή είναι και η Αρχή Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που προβλέπεται από το άρθρο 9Α του Συντάγματος. Όταν λέμε «προσωπικά δεδομένα», εννοούμε κάθε πληροφορία που χαρακτηρίζει κάποιον άνθρωπο, όπως το όνομά του, η διεύθυνσή του, το τηλέφωνό του, τα ενδιαφέροντά του, οι επιδόσεις του στο σχολείο, οι απόψεις του, οι φωτογραφίες του κ.λπ. Υπάρχουν, όμως, και κάποια ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, όπως είναι το θρήσκευμα, οι πολιτικές πεποιθήσεις, η κατάσταση της υγείας, η ερωτική ζωή κ.λπ. Βέβαια, ας μη λησμονούμε πως πολλές από τις καθημερινές μας δραστηριότητες στηρίζονται στην επεξεργασία αυτών των προσωπικών δεδομένων που υπάρχουν κατατεθειμένα στο σχολείο, στον αθλητικό σύλλογο στον οποίο συμμετέχει κάποιος, στον θεράποντα ιατρό, αλλά και στο Facebook και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δηλαδή, αυτά που θεωρούνται «προσωπικά δεδομένα» δεν είναι καθόλου προσωπικά. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο. Αυτό που η πολιτεία θεωρεί «προσωπικό δεδομένο» που πρέπει να προστατευτεί, αυτός που το έχει θέλει να το διαδώσει. Πολλοί, για παράδειγμα, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι θεωρούν τιμή το θρήσκευμά τους και δεν αισθάνονται ότι βλάπτονται, όταν αυτό κοινοποιείται.
Είναι αλήθεια πως τα λεγόμενα προσωπικά δεδομένα όλων πρέπει να προστατεύονται, γιατί, αν πέσουν σε ανθρώπους που δεν πρέπει, μπορούν αυτοί να τα χρησιμοποιήσουν, για να τους δυσφημίσουν ή να τους φέρουν σε δύσκολη θέση και να τους δημιουργήσουν προβλήματα. Είναι δυνατό να δυσκολέψουν τη ζωή τους στο μέλλον στη δουλειά τους, στις σπουδές τους , στις κοινωνικές τους σχέσεις κ.λπ. Πολλές φορές, όμως, οι αρμόδιοι φθάνουν σε υπερβολές. Μαρτυρείται πως κατά τη βυζαντινή εποχή γινόταν διαπόμπευση αυτών που παραβίαζαν κάποιο νόμο . Οι παραβάτες κουρεύονταν, τοποθετούνταν ανάποδα στη ράχη ενός γαϊδάρου (όνου) ή μουλαριού (ημιόνου ) και διαπομπεύονταν, δηλαδή εξευτελίζονταν δημόσια. Περνούσαν μέσα από το πλήθος που τους χλεύαζε, τους πετούσε λάσπη και τους έφτυνε. Μετά ακολουθούσε η τιμωρία που όριζε ο νόμος για το έγκλημα του κάθε παραβάτη. Το έθιμο αυτό διατηρήθηκε ενεργό μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αι., όταν σε πολλά χωριά εφαρμοζόταν ακόμη η διαπόμπευση κλεφτών και μοιχαλίδων.
Βέβαια, θα πει κανείς πως το έθιμο αυτό είναι βάρβαρο, αναχρονιστικό και αποκρουστικό. Προσβάλλει βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά αυτοί που διαπράττουν κάποια ειδεχθή εγκλήματα έχουν ίχνη αξιοπρέπειας; Εκείνο που ξενίζει τους πολίτες είναι το γεγονός πως ο νόμος για τα προσωπικά δεδομένα τοποθετεί σχεδόν στην ίδια μοίρα τον θύτη με το θύμα, για να μην πω πως προστατεύει πιο πολύ τον θύτη από το θύμα. Ακούμε να γίνεται λόγος για εγκληματίες που ομολογούν το έγκλημά τους, αλλά δε μαθαίνουμε ποιοι είναι αυτοί. Δε δίνονται ούτε καν τα στοιχεία της εθνικότητάς τους! Κάποιος πολίτης σκοτώνει ή βιάζει ένα συνάνθρωπό του. Οι πολίτες δεν πρέπει να γνωρίζουν ποιος είναι ο δολοφόνος, για να προστατευτούν από αυτόν ή να βοηθήσουν στη σύλληψή του; Μπορεί να δίνεται η φωτογραφία του ύστερα από πολλές μέρες, αλλά τότε, κατά το λεγόμενο, «του πουλάκι έχει πετάξει». Ο δολοφόνος έχει γίνει άφαντος. Και διερωτάται κανείς: γιατί προσφέρεται στους δράστες ειδεχθών εγκλημάτων αυτή η προστασία. Από τη στιγμή που τις πιο πολλές φορές ο στενός περίγυρος του δράστη γνωρίζει ποιος είναι αυτός, ενδιαφέρει αν θα γίνει αυτός γνωστός στο Πανελλήνιο; Η ανωνυμία με την οποία αυτός περιβάλλεται δεν επιτρέπει πολλές φορές να αποκαλυφθούν σε όλη τους την έκταση τα εγκλήματα που έχει διαπράξει.
Η τακτική αυτή δίνει αφορμή στους πολίτες να υποθέσουν πως αυτοί που θεσπίζουν τους νόμους προσπαθούν να προστατέψουν πρώτα πρώτα τον εαυτό τους και τους υψηλά ιστάμενους. Αυτοί που ασκούν την εξουσία τη δική τους αξιοπρέπεια θέλουν πρώτα να προστατέψουν. Αν ισχύει αυτό, τότε καταστρατηγείται όλη η θεωρία για τον παιδαγωγικό ρόλο και τη σκοπιμότητα των ποινών. Ο Λυσίας στον λόγο του Κατά Αλκιβιάδου (&12) λέει: «Νομίζω, άνδρες δικαστές, ότι εσείς δικάζετε όχι μόνο γι’ αυτούς που διαπράττουν αδικήματα, αλλά και για να κάνετε και τους άλλους πιο κόσμιους και συνετούς. Αν, λοιπόν, τιμωρείτε τους άγνωστους και ασήμαντους, κανένας από τους άλλους δε θα γίνει καλύτερος, γιατί κανένας δε θα μάθει την καταδικαστική απόφαση που πήρατε. Αν, όμως, τιμωρείτε τους πιο επιφανείς και επώνυμους, όλοι οι πολίτες θα το πληροφορηθούν και έχοντας αυτό σαν παράδειγμα θα γίνουν καλύτεροι». Να, γιατί πρέπει να γίνονται γνωστά τα στοιχεία αυτών που παραβιάζουν τους νόμους και βλάπτουν την κοινωνία και μάλιστα αυτών που στέκονται ψηλά και, υποτίθεται, αποτελούν πρότυπο για τους άλλους.
Η τιμωρία, όμως, και η αποκάλυψη των υψηλά ιστάμενων παραβατών του νόμου έχει και μια άλλη διάσταση. Έχει παρατηρηθεί πως στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία λειτουργεί μία φόρμα που λέγεται ring composition. Σύμφωνα με αυτή αυτό που συμβαίνει σε κάποιον ανώτερο είναι φυσικό να συμβεί και σε κάποιον κατώτερο. Ό τι συμβαίνει στους θεούς, για παράδειγμα, μπορεί πιο εύκολα να συμβεί και στους ανθρώπους. Η ίδια φόρμα λειτουργεί και στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Αυτός που βλέπει ότι τιμωρείται κάποιος υψηλά ιστάμενος και διακεκριμένος πολίτης λογικά σκέπτεται πως και ο ίδιος που είναι κατώτερος πιο εύκολα μπορεί να τιμωρηθεί. Και με αυτή τη λογική μπορεί να απόσχει από τη διάπραξη της αδικίας. Συμπέρασμα: η απόκρυψη των προσωπικών δεδομένων κάποιων παραβατών του νόμου μπορεί πιο πολύ να βλάψει παρά να ωφελήσει.