Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μέσα στις υψηλές και μεγαλόπνοες δραστηριότητες του αρχαίου ελληνικού βίου (και σε αντίθεση με τα σήμερον κρατούντα), ύψιστη και χαρακτηριστική θέση κατέχει το συμπόσιον, δηλαδή η, νυκτερινή συνήθως, συνάθροιση (μιας και οι αρχαίοι κολάτσιζαν το μεσημέρι και κανονικά έτρωγαν το βράδυ) κατά την οποία οι συνδαιτημόνες εύρισκαν την ευκαιρία, μαζί με τα πολυποίκιλα εδέσματα και τον κεκραμένο οίνο, να παίξουν, να αστειευτούν και να φιλολογήσουν πάνω σε σπουδαία θέματα της τέχνης, της πολιτικής και της φιλοσοφίας.
Είναι χαρακτηριστική η σχετική διατύπωση στο λήμμα «συμπόσιον» του Ελευθερουδάκη : «σκοπός τους ήταν η όχι μετά κραιπάλης απόλαυσις του οίνου, αλλά η δια λόγων συναναστροφή, ήτις φυσικώς τότε τέρπει και ψυχαγωγεί όταν ο οίνος μετρίως πινόμενος τανύη τας ψυχάς των ευωχουμένων εις λυρικήν διάθεσιν»!
Ο μεγαλειωδέστερος διάλογος που περιγράφει και συνοδεύει ένα τέτοιο συμπόσιο και από άποψη αρχιτεκτονικής του λόγου αλλά και από άποψη ανάπτυξης των υψηλών εννοιών (στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο «έρωτας») είναι το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα.
Μέσα σε μια τόσο μίζερη και τόσο αντιπνευματική εποχή που ζούμε, και που οι πλείστοι τόσο εύκολα δαιμονοποιούν τον έρωτα εις πείσμα όσων τον έχουν θεοποιήσει, θα ήταν πρακτικά ωφέλιμο να στρέψουμε το βλέμμα μας στην αρχαία Αθήνα και να μελετήσουμε αυτό το «συμπόσιο».
Κεντρική ιδέα του έργου είναι ότι ο έρωτας είναι πηγή κάθε δημιουργίας και η γενεσιουργός αιτία των πάντων.
Έχει σαφή ησιόδεια καταγωγή. Είναι «ο κάλλιστος εν αθανάτοις θεοίς» κατά τον Κυμαίο ποιητή.
Αναλογικά περίπου τα αυτά πρεσβεύει και η χριστιανική θρησκεία όταν λέει δια γραφίδος Ιωάννη Δαμασκηνού ότι «το πνεύμα το άγιον συμπαρήν δημιουργόν» (Μεσονυκτικόν της Κυριακής του Β΄ήχου), αν και εντοπίζει τη θεία δράση του τρίτου στοιχείου και την παρουσία του κατά την δημιουργία, όχι στον έρωτα αλλά στην πνευματικότητα.
Ο έρωτας λατρεύει το κάλλος και την αρμονία, κάπου μάλιστα λέει ότι «η μουσική ως προς αρμονίαν και ρυθμόν είναι επιστήμη των ερωτικών».
Υπάρχει παντού στη φύση, άρα είναι μια «παγκόσμια φυσική σταθερά». Ακόμα και οι θεομηνίες είναι διαταραχή του έρωτα της φύσης.
Ο διάλογος έχει χονδρικά τρία μέρη: τη συζήτηση μεταξύ Σωκράτη, Αγάθωνα και Αριστοφάνη, των ποιητών, τις πληροφορίες που παίρνει για τον έρωτα ο Σωκράτης από την εταίρα Διοτίμα, και στο τέλος τις συγκινητικές δηλώσεις του Αλκιβιάδη για τον Σωκράτη.
Η Αφροδίτη είχε δύο τύπους, την Ουρανία (προστάτιδα των υψηλών ερωτικών σχέσεων) και την Πάνδημο (προστάτιδα τοι κοινού, του αγοραίου έρωτα). Η πρώτη συνηγορεί για την, τότε, ύπαρξη της παιδεραστίας η οποία ήταν κυρίως ψυχική ερωτική σχέση ενήλικα με έφηβο, και την οποία είναι δύσκολο να την αναγάγουμε στα σημερινά ήθη και να την κατανοήσουμε.
Ο Αριστοφάνης εδώ εκθέτει μια κοσμογονική θεώρηση του έρωτα. Λέει ότι από τον εν αρχή ενιαίο άνθρωπο δημιουργήθηκαν τρία γένη, το άρρεν, το θήλυ και ένα μικτό, το «ανδρόγυνον», το οποίο δεν υφίσταται σήμερα, αλλά παραμένει ως βρισιά («νυν δε ουκ έστιν αλλ’ ή εν ονείδει όνομα κείμενον»).
Το άρρεν αγκαλιάζει το θήλυ ορμώμενο από τη φύση της αρχαίας «ολότητας».
Το ίδιο, λέει, επιζητούν και οι του τρίτου φύλου ως απομεινάρια του μικτού είδους, και εδώ εκπλήσσει ο βαθύς και τολμηρός επιστημονισμός του Πλάτωνα, και η διείσδυσή του μέσα στα έγκατα της ανθρώπινης φύσης.
Στη συνέχεια αφήνεται να μάθει για τον έρωτα ο Σωκράτης όχι από σοφούς άνδρες, αλλά από την εταίρα Διοτίμα.
Αυτή του διηγείται την ιστορία τού πώς γεννήθηκε και τι είναι ο έρωτας.
Σ’ ένα συμπόσιο των θεών η άπορη Πενία πλάγιασε με τον μεθυσμένο Πόρο και γέννησαν τον έρωτα, την ημέρα μάλιστα των γενεθλίων της Αφροδίτης.
Ο έρωτας λοιπόν είναι εραστής του ωραίου, αλλά και σκληρός, ξυπόλητος και άστεγος. Ούτε φτωχός είναι ούτε πλούσιος, και θέλει να αποκτά τα καλά πράγματα, αλλά κυρίως να γεννά το ωραίο, είτε στο σώμα είτε στην ψυχή.
Κάθε θνητό παλιώνει και φεύγει κι αφήνει τη θέση του σε ένα όμοιό του μετέχοντας έτσι της αθανασίας.
Υπεύθυνος για όλη αυτή τη φυσική διαδικασία είναι ο έρωτας, και κινητήρια δύναμή του η ομορφιά, που γι αυτήν αξίζει να ζει ο άνθρωπος και γι αυτήν πραγματώθηκε το αρχαίο ελληνικό θαύμα.
Στο τέλος του συμποσίου μπαίνει ο Αλκιβιάδης, μεθυσμένος, αλλά αποφασισμένος να πλέξει το εγκώμιο του φίλου και μέντορά του Σωκράτη και να εμπιστευτεί την κρίση του, γιατί -όπως συμφωνούν- «η όραση της σκέψης αρχίζει να γίνεται οξεία όταν εκείνη των ματιών πάει να παρακμάσει».
Το «Συμπόσιο» είναι ένας ύμνος για το κάλλος και τον έρωτα. Είναι ένα σπουδαίο έργο, από αυτά τα έργα που δεν μπορεί να τα ξεπεράσει ο χρόνος.