Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
«Προσωδία», όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία της λέξης, είναι η εναρμόνιση του λόγου προς το ενόργανο μέλος.
Από την αυγή της ιστορίας του ο άνθρωπος «τραγουδούσε» τον λόγο και πολύ συχνά τον συνόδευε με έγχορδα όργανα, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα έγχορδα κατίσχυσαν των πνευστών, όπως μας αποκαλύπτει ο μύθος του Μαρσύα (που τον κατανίκησε ο θεός Απόλλωνας, εμπνευστής των εγχόρδων, ενώ ο Μαρσύας ήταν των πνευστών, τα οποία δεν του επέτρεπαν το ταυτόχρονο άσμα).
Με την πάροδο του χρόνου η προσωδία πήρε τον ρόλο και τον χαρακτήρα της μετρικής απόδοσης του λόγου (μακρά, βραχέα, συλλαβές κλπ), μέχρι να εμφανισθεί η βυζαντινή μουσική, και να ξαναβρεί το αρχαίο πεδίο εφαρμογής της.
Ο Αίλιος Ηρωδιανός, ο επιλεγόμενος τεχνικός γραμματικός, ασχολήθηκε εκτεταμένα με το θέμα της προσωδίας και ευτυχώς που μας διασώθηκαν κάποιες σχετικές αναφορές από άλλους συγγραφείς, γιατί τα βιβλία του χάθηκαν όλα.
Όλη η σοβαρή ιστορία της προσωδίας ξεκίνησε με το δακτυλικό εξάμετρο του Ομήρου.
Αυτό είχε έξι πόδας, κάθε πους είχε μια μακρά συλλαβή και δύο βραχείες ή δύο μακρές (ο καλούμενος σπονδείος πους) και όλη αυτή η ποίηση κατάφερε να αποδώσει με επικό και μεγαλοπρεπή τρόπο αισθήματα και αφηγήματα, γι’ αυτό και ονομάστηκε «ηρωικό» εξάμετρο.
Πρόσφατα μάλιστα γλωσσολόγοι και αναλυτές της γλώσσας και των φθόγγων απέδειξαν ότι αυτό το εξάμετρο προσιδιάζει τέλεια στις αναπνευστικές δυνατότητες του ανθρώπου(!)
Έπρεπε λοιπόν να τραγουδιέται η ποίηση και εξ αυτού ήταν υποχρεωμένη πολλές φορές να προσαρμόσει τη γραμματική της στις απαιτήσεις της προσωδίας.
Έτσι θα δούμε παράξενα πράγματα στον Όμηρο, όπως λ.χ. την τρίτη κιόλας λέξη της Οδύσσειας (το έννεπε) γραμμένη λάθος, με δύο «ν» γιατί ακριβώς έπρεπε να τονισθεί ως πρώτη συλλαβή του δευτέρου πόδα. (έν-νε-πε) και να γίνει θέσει μακρά.
Τέτοιες μετατροπές είναι γεμάτη η ελληνική γλώσσα, και αυτή η ποικιλομορφία της και η προσαρμογή της προς τα δεδομένα είναι και η ομορφιά της.
Τέτοιες ανάγκες οδήγησαν το «γόνυ» να γίνεται κατά την κλίση γούνατος, γουνί, γούνα, γούνεσι και γούνεσσι.
Η αττική και η ιωνική διάλεκτος συνήθιζε την τροπή του «ο» και «ου». Ουδός αντί οδός.
«Επί γήραος ουδώ» σήμαινε «στο κατώφλι των γηρατειών».
Τέτοια γλωσσικά φαινόμενα διασώθηκαν και στη Σάμο, ούσα ακραιφνώς ιωνική, αλλά και σε άλλα φθαρέντα ήδη και αλλοτριωμένα, ελέω τηλεόρασης, γλωσσικά ιδιώματα της χώρας.
Στη Σάμο έχουμε (μέχρι χθες τουλάχιστον)έντονο το φαινόμενο της «κώφωσης», όπως αυτό συνηθίζεται και στην κεντρική Ελλάδα.
Μακρά φωνήεντα, χάριν ταχύτητας και ευφωνίας, βραχύνονται ή συνθλίβονται, εκτός από το τονιζόμενο βραχύ που διατηρείται (πόλιμους, όλιθρους κ.α.)
Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις αυτού του κανόνα ιδίως όταν τηρούμε τις ιωνικές επιταγές.
Λέμε π.χ. «γούπα» το ψάρι βωξ (αλλά και βωψ), που παντού λέγεται γόπα.
Λέμε «μούνε» το μόνο. «Μούνε και δεν πάει …» και λέμε «ούλους» («ούλος») όπως ήταν ο πανάρχαιος ιωνικός τύπος του «όλος» και που στην κλητική του ήταν μια θαυμάσια ευχή (ούλε= χαίρε και υγίαινε, δηλαδή να έχεις όλα τα μέλη σου ακέραια) που τη συναντάμε στην Ιλιάδα του Ομήρου.
Οι λέξεις είναι τα πολύτιμα απολιθώματα της ιστορίας. Το κακό είναι ότι τα συντρίβει κι αυτά και τα αφανίζει το αναίσθητο μπλέντερ της τηλεόρασης …