
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η σχέση μας, Ημών των σημερινών μετεχόντων της ελληνικής γλώσσας και του ομώνυμου πολιτισμού ως δανειοληπτών του παρελθόντος, με την Ανάσταση ως ζήτημα Πολιτισμού και Παιδείας είναι μεν αιώνια, αλλά γίνεται όλο και περισσότερο δύστροπη κι ακατανόητη.
Η σχέση μας, Ημών των σημερινών μετεχόντων της ελληνικής γλώσσας και του ομώνυμου πολιτισμού ως δανειοληπτών του παρελθόντος, με την Ανάσταση ως ζήτημα Πολιτισμού και Παιδείας είναι μεν αιώνια, αλλά γίνεται όλο και περισσότερο δύστροπη κι ακατανόητη.
Ένα πράγμα που με έχει βαθιά εντυπωσιάσει ως μήνυμα Πολιτισμού, είναι μια μισοσβησμένη ηθικολόγος επιγραφή σε τοίχο οικίσκου του Πολιχνίτου «Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά»: όχι καθαυτό ως τσιτάτο, αλλά το γεγονός τού πώς αυτό το αίτημα είναι ζώσα Πράξη του ανώνυμου δημότη. Το πώς η πτωχή, πλην εγγενώς αρχόντισσα, οικοκυρά αντιπαλεύει τη δημόσια βρόμα και βρομιά. Απλά διότι αρνείται την κατάπτωση του ανήμπορου Δήμου. Απλά διότι οι γενικές αξίες είναι οι δικές της αξίες. Και αυτοβούλως, στη μικροκοινότητά της, στο μικροπεριβάλλον της, ενεργά αντιπαρατάσσεται στο θλιβερό τεχνοκρατικό «μοιρολόι» της Αυτοδιοίκησης, «δεν εγκρίθηκαν εγκαίρως τα κονδύλια για τα πετρέλαια των απορριμματοφόρων». Κι ασπρίζει μ’ ασβέστη το πεζοδρόμιο μπροστά στο φτωχικό της και περιποιείται τα λουλούδια στην αυλή της να θεριέψουν με αξιοπρέπεια γήινη για τη μεγάλη συνάντηση αξιών της Ανάστασης και της Άνοιξης, της παντοιότροπης Αναγέννησης, και μυρίζει καλούδια η κουζίνα της, ως ομοβροντία οσμών απέναντι στη σιγή των αισθήσεων του Τέλους. Κι ευφραίνεται η καρδιά των διαβατών, ως μετεχόντων του ίδιου Μύθου της αναγέννησης. Δωρεά Ζωής και δωρεά Μνήμης, αντιπαρατιθέμενη θεσμικά με την αποφορά των κάδων της βρομερής Μυτιλήνης, των νεοαστών και των κονδυλιοεξηρτημένων γραφειοκρατών.
Κι υπάρχει ισχυρή, η αντίθετη εικόνα: η «μοντερνογιαγιά» version εναλλακτικιά, με την εγγόνα της στο χέρι, με μαύρη μεν, πλην θροΐζουσα παντελόνα δε, διότι έτσι «πρέπει» στο αλαλούμ πολιτισμικό πρότυπό της, που πάει να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο, μεγαλοΠαρασκευιάτικα. Και χτυπάει το κινητό της, κατά δαιμόνια ατυχή σύμπτωση για όλους μας, την ώρα που είναι μπροστά στο Σταυρό, έτοιμη ν’ αρχίσει τις γονυκλισίες και, δεδομένης της ιεράρχησης των αξιών της, προτάσσει την απάντηση: «Έελλλαα… στην εκκλησία είμαι… πού είσαι;… να ‘ρθεις να με πάρεις σε 2 λεπτά με το αυτοκίνητο…». Και καλά, αυτή είναι κατεστραμμένη από την απελθούσα δανεική ευημερία της, το παιδί τι φταίει; Μοναδική η ασκήμια της; Δυστυχώς, όχι, και το ξέρετε. Η λατρεία του κινητού είναι μακράν ισχυρότερη της όποιας λατρευτικής συμπεριφοράς στις εκκλησιές.
Αλλά, τι να σου κάνει η νεο-«μαντάμ» χαμένη μεσήλιξ, όταν ο πολυφίλητος Εσταυρωμένος, ο περιβληθείς «σινδόνην καθαράν και μύρα», είναι πλέον κουκουλωμένος με πλαστικό, ώστε να μην πολυκουράζεται η θεούσα νεωκόρος να καθαρίζει, με βαποριζατέρ άζαξ και μυρουδιά πατσουλί ροδόνερου, τα στίγματα του κραγιόν; Ή όταν, ακόμα χειρότερα, επικαλύπτεται ανθέων - όχι από τους αγρούς οικειοθελώς συλλεγέντων, αλλά από το παρακείμενο μαγαζί «Ανθοσυνθέσεων» - η εντός του κουβούκλιου 12βολτη μπαταρία και ντουντούκα, ώστε να επικαλύπτεται σε θόρυβο και παράσιτα το κουτσομπολιό των περιπατητών της λιτανείας του Επιταφίου. Κι όταν, πομπωδώς κάνει στάση ο παπάς για τρισάγιο στις διασταυρώσεις των οδών, δίπλα και πάνω σε σωρούς σκουπιδιών, αυτών που δε μαζεύτηκαν - αποκομιδή απορριμμάτων λέγεται αυτός ο δείκτης πολιτισμού - διότι το κονδύλι καθυστέρησε, ο ταμίας έλειπε, το προσωπικό περιορίστηκε, ο «Καλλικράτης» επέβαλε, ο Αντιδήμαρχος ολιγώρησε, ο Δήμαρχος παλεύει αλυσιτελώς, ο Πάρεδρος δεν ενέκρινε… κ.ο.κ.; Κι η Ιεραρχία, σιωπά αιδημόνως!
Στα μέσα τού 1970, έφηβος τότε, βίωσα τη θρηνούσα Μεγάλη Παρασκευή, στα Καλάβρυτα. Χαμηλά τα σύννεφα, σ’ ουρανό μαύρο και σκληρό, ομίχλη στους ορεινούς όγκους, ανατριχίλα από την ψύχρα μιας δειλής Άνοιξης, γλυκό τριαντάφυλλο μετά την Ακολουθία στο ιστορικό Μέγα Σπήλαιο. Και μετά, ο Επιτάφιος προς το Μνημείο των Πεσόντων της σφαγής, στο Λόφο πάνω από τη μικρή κωμόπολη! Σιωπή απόλυτη των χιλιάδων και πορεία μακρά, από την καμμένη από τους ναζί Μητρόπολη έως τον τόπο του μαρτυρίου των ανθρώπων, ένας μικρός Γολγοθάς, χωρίς ντουντούκα και μπαταρίες γιατί δεν υπήρχε τίποτα να επικαλυφθεί. Βήματα και σιωπή για το χρόνο που έγινε γι’ αυτούς γραμμικός.
Πώς να τα πω αυτά στην κόρη μου που ακολούθησε τον Επιτάφιο στη συνοικία όπου ζούμε σήμερα; Πού να βρω τα ισχυρά λεκτικά επιχειρήματα να της περιγράψω και να της μεταφέρω, όχι να την πείσω, ότι μπορεί κι αλλιώς να είναι οι συμβολισμοί τους οποίους προτάσσουμε, αλλά δεν υπηρετούμε; Αναζητώντας τη Μνήμη ως στοιχείο πολιτισμού και παιδείας, συρρικνώνουμε την επικράτεια των βιωμάτων μας. Ο κόσμος μας στενεύει επικίνδυνα: ψάχνουμε το υπόλειμμα Μνήμης στο ιδιαίτερο και το περιορισμένο. Θα καταλήξουμε εντέλει, μόνοι κι ολίγοι, σ’ εξωκκλήσια απόμακρα, όχι γιατί το θέλουμε, αλλά γιατί δεν μπορούμε να βιώνουμε τους άλλους της Γενεάς μας, γύρω μας. Οποία ήττα, Γενεών, σεβαστοί Άρχοντες!
«Αι Γενεαί πάσαι…»; Αστειευόμαστε; Ποιές πάσαι; Σ’ αυτό το ρήγμα πολιτισμού ταλαντευόμαστε πάνω, γι’ αυτό δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, γι’ αυτό δεν έχουμε κοινό σχέδιο να συμφωνήσουμε και να ακολουθήσουμε… Παιδεία, άρρητη και πανίσχυρη αξιών, πότε θα σε ξαναβρούμε να μας διδάξεις τη μεγάλη τομή προς το μακρύ χρόνο ζωής, ακόμα κι όταν διαφωνούμε για τα μικρά καθημερινά; Για δείτε παράδειγμα: ποιος ζητά τις πολεμικές αποζημιώσεις; Αν τις ζητά η άθλια μοντερνο-γιαγιά της ενορίας μου επ’ ονόματι μιας αναβαπτισμένης ψευδο-επίκλησης Ηθικής, να μη δοθούν γιατί δεν της αξίζει πολιτισμικά! Πρώτα θα ξαναβρούμε τα «Καλάβρυτα» της ψυχής μας και μετά θα τις διεκδικήσουμε υπερηφάνως, ηθικώς και νομίμως! Εάν είναι να τις κερδίσουν περίτεχνοι δικηγόροι, εγώ προτιμώ να πληρώνω άδικους φόρους αλλά να διατηρήσω τη δική μου Μεγάλη Παρασκευή!